-
21 ὁμοβόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοβόρος
-
22 ὁμοβουλέω
A deliberate together, Plu.2.96e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοβουλέω
-
23 ὁμοβούλιος
ὁμο-βούλιος, title of Zeus, Milet.3p.325No. 144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοβούλιος
-
24 ὁμόβρομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόβρομος
-
25 ὁμοβώμιος
ὁμο-βώμιος, ον,A having a common altar, Th.3.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοβώμιος
-
26 ὁμόβωμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόβωμος
-
27 ὁμογάλακτες
A persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters: hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol. 1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. in BCH1.152, perh. rightly, cf. γάλα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογάλακτες
-
28 ὁμόγαμβροι
ὁμό-γαμβροι, οἱ,A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγαμβροι
-
29 ὁμόγαμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγαμος
-
30 ὁμογάστριος
ὁμο-γάστριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογάστριος
-
31 ὁμογάστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογάστωρ
-
32 ὁμογένεια
ὁμο-γένεια, ἡ,A community of origin, Str.16.4.27 ; of plants, community of genus, Dsc. 1 Prooem.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογένεια
-
33 ὁμογενής
ὁμο-γενής, ές,A of the same race or family,ζῷα Democr.164
, cf. E.Or. 244, Pl.Ti. 18d ;ὁ. ψυχά E.Ph. 1291
(lyr.) ; ὁ. μιάσματα, of bloodshed in a family, Id.Med. 1268 (lyr.): c. gen.,ἀνδροκτόνου γυναικὸς ὁ. Trag.Adesp.358
;ὁ. ἐμός E.IT 918
; ἀμείνους τῶν ὁ. better than their fellows, Phld.Rh.1.223 S.2 in Arist., τὰ ὁμογενῆ of the same genus, in regard to animals, congeners, GA 715a23, al.: generally, of the same kind or general character, Cat. 5b19, al., Epicur.Ep.1p.14U., Ti.Locr.99d ; opp. ἑτερογενής, Demetr. Lac.Herc.1429.2 ; opp. ἀνομογενής, Stoic.2.81: c. gen.,μανίας οὐχ ὁμογενῆ τὴν ὀργήν Phld.Ir.p.39
W.: c. dat., Epicur.Sent.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογενής
-
34 ὁμογνήσιος
ὁμο-γνήσιος, ον,A = ὁμόγνιος, POxy.46.13 (i A. D.), Wilcken Chr.217.10 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογνήσιος
-
35 ὁμόγνητος
ὁμό-γνητος, ον,A = ὁμογενής, brother or sister, Man.6.117, Nonn.D.37.192 : fem. : as Adj.,ὁμογνήτῳ γενέθλῃ Nonn.D.5.197
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγνητος
-
36 ὁμόγνιος
ὁμό-γνιος, ον,A of the same race, brother or sister,ἣ πατρὸς ὁ. ἐστιν ἐμοῖο A.R.3.1076
, cf. 4.743, etc. ;ὁ. πήματα
in the family,APl.
4.44 : metaph.,διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν Procl.in Prm.p.521
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγνιος
-
37 ὁμόγονος
ὁμό-γονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγονος
-
38 ὁμόγραμμος
ὁμό-γραμμος, ον,A of or with the same letters, Luc.Herm.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγραμμος
-
39 ὁμόγραυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόγραυς
-
40 ὁμογραφέω
A write in the same manner, Eust.1960.56 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμογραφέω
См. также в других словарях:
Όμο — Ποταμός (περ. 800 χλμ.) της Αιθιοπίας. Πηγάζει από το κέντρο του οροπεδίου της Αμάρα και ακολουθεί νότια διεύθυνση. Εκβάλλει στη λίμνη Ροδόλφου. Η κοιλάδα του, στενή στα βουνά, πλαταίνει σημαντικά στο κάτω τμήμα του. Ο Ο. έχει απότομες όχθες και… … Dictionary of Greek
ομο- — χημ. πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία για να χαρακτηρίσει ένα σώμα ομόλογο προς ένα άλλο … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ροδόλφου, Λίμνη — (Lake Rudolf, αγγλικά). Λίμνη της ανατολικής Αφρικής, η πέμπτη σε έκταση (8.600 τ. χλμ.) της αφρικανικής ηπείρου· καταλαμβάνει τον βυθό μιας λεκάνης που περιβάλλεται από ψηλούς ηφαιστειακούς κώνους, η οποία αποτελεί το κεντρικό τμήμα της μεγάλης… … Dictionary of Greek
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
ομοίιος — (I) ὁμοίιος, ον (Α) (για τα γηρατειά, τον πόλεμο και τον θάνατο) κακός, ολέθριος ή αυτός που είναι κοινός για όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Η λ. σήμαινε αρχικώς «αυτός που είναι κοινός, όμοιος για όλους» και αποτελεί επικ.… … Dictionary of Greek
ομοκλής — ὁμοκλής, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με έναν άλλο, ομώνυμος, ομόκλητος* («Θεόδωρος σὺν τοῑς ὁμοκλεέσιν», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + καλῶ (πρβλ. ομό κλητος, ομο κλητήρ)] … Dictionary of Greek
sem-2 — sem 2 English meaning: one Deutsche Übersetzung: “eins” and “in eins zusammen, einheitlich, samt, with” Material: 1. With vor dominant Zahlwortbedeutung “eins”: Arm. mi “eins” (*sm ii̯os); Gk. εἷς, ἕν, μία (*sems, *sem, *sm iǝ),… … Proto-Indo-European etymological dictionary