Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμίχλη

  • 101 пар

    -а (-у), προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.
    ατμός, άχνα, αχνός•

    конденсация -а συμπύκνωση ατμού•

    водняные -ы υδρατμοί•

    ртутные -ы υδραργυρικοί ατμοί.

    || ομίχλη.
    εκφρ.
    винные -ы – αναθυμιάσεις κρασιού•
    на всех парах – ολοταχώς•
    под -ами а) – υπ ατμόν (έτοιμος για ξεκίνημα), β) (απλ.) πιομένος, σουρωμένος, μεθυσμένος.
    -а, προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.
    1. χωράφι χέρσο.
    2. αγρανάπαυση, ανάπαμα•

    восстановление плодородия путём -а επανάκτηση της γονιμότητας με αγρανάπαυση•

    земля под -ом γη σε αγρανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > пар

  • 102 подёрнуть

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).
    (απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.
    ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•

    слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•

    реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•

    подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.

    καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > подёрнуть

  • 103 разогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разогнанный, βρ: -нан, -а, -о
    1. διασκορπίζω, διώχνω, προγκίζω•

    разогнать птиц προγκίζω τα πτηνά.

    || διαλύω (για σύννεφα, ομίχλη κ.τ.τ.). || στέλλω προς διάφορες κατευθύνσεις. || αποπέμπω, απολύω•

    разогнать всех бюрократов διώχνω όλους τους γραφειοκράτες.

    2. διαλύω•

    царь -ал думу ο τσάρος διέλυσε τη Βουλή•

    разогнать демонстрантов διαλύω τους διαδηλωτές.

    3. μτφ. αποβάλλω•

    разогнать тоску διώχνω τη μελαγχολία.

    4. αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
    5. μεγαλώνω, επιμηκύνω, μακραίνω•

    разогнать письмо на несколько страниц κάνω το γράμμα μακροσκελές.

    εκφρ.
    разогнать кровь, – τονώνω! την κυκλοφορία του αίματος.
    τρέχω με όλη την ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > разогнать

  • 104 расстилать

    ρ.δ.
    βλ. разостлать.
    1. βλ. разостлаться.
    2. εκτείνομαι, απλώνομαι•, перед глазами -ются необозримые поля μπροστά μας εκτείνονταν απέραντες καλλιεργημένες εκτάσεις.
    3. στρώνομαι επικάθομαι•

    туман -ется по земяе ομίχλη επικάθεται στη γη.

    4. μτφ. βλ. пресмыкаться (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > расстилать

  • 105 растаять

    -ато, -аешь
    ρ.σ.
    1. λιώνω, τήκω•

    снег -ял το χιόνι έλιωσε•

    воск -ял το κη-ρι έλιωσε.

    2. σβήνω, χάνομαι•

    туман осел и понемногу -ял η ομίχλη κάθισε και λίγο-λίγο χάθηκε•

    звук -ял ο ήχος έσβησε.

    || σκορπίζω, διαλύομαι•

    толпа -ла το πλήθος διαλύθηκε.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι, αναλίσκομαι.
    3. μτφ.. κατασυγκινούμαι• φθίνω.
    4. μ. ρευστοποιώ• — лд, воск λιώνω τον πάγο, το κηρι.

    Большой русско-греческий словарь > растаять

  • 106 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

  • 107 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 108 таять

    таю, таешь
    ρ.δ.
    1. λιώνω, τήκομαυ•

    -ют снега λιώνουν τα χιόνια•

    воск -ет το κηρί λιώνει.

    2. καίγομαι, τελειώνω, σώνομαι (για σπερματσέτο). || μτφ. αδυνατίζω, φθίνω, ισχναίνω.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• διαλύομαι•

    облако -ет το σύννεφο χάνεται•

    туман -βΤ η ομίχλη διαλύεται•

    звуки -ют οι ήχοι χάνονται.

    || ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σώνομαι•

    деньги -ют τα χρήματα τελειώνουν.

    4. μτφ. μαραίνομαι, μαραζώνω•

    таять от лгобви μαραίνομαι από αγάπη.

    εκφρ.
    так и -ет во рту – λιώνει (διαλύεται) στο στόμα.

    Большой русско-греческий словарь > таять

  • 109 тонкий

    επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.
    1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•

    -ие нитки λεπτές κλωστές•

    тонкий слой λεπτό στρώμα•

    -ая ткань λεπτό ύφασμα.

    || αραιός, άπυ-κνος•

    тонкий туман αραιή ομίχλη.

    || μτφ. υψηλός, οξύς•

    тонкий голос λεπτή φωνή.

    2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•

    тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.

    || λεπτομερής, λεπτομερειακός•

    -ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•

    -ая критика λεπτή κριτική•

    тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.

    3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•

    -ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•

    тонкий запах λίγη μυρουδιά•

    тонкий юмор λεπτό χιούμορ•

    тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,

    4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,
    5. ευαίσθητος• οξύς•

    тонкий слух οξεία ακοή•

    -ое обоняние οξεία όσφρηση.

    6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.
    εκφρ.
    - ая кишка – το λεπτό έντερο•
    тонкий сон – ελαφρός ύπνος•
    тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > тонкий

  • 110 туманить

    ρ.δ.μ.
    1. ανταριάζω, σκοτεινιάζω.
    2. θολώνω, θαμπώνω•

    слёзы -ят глаза τα δάκρυα θαμπώνουν τα μάτια.

    || συγχύζω, μπερδεύω, συσκοτίζω•

    вино -ит голову το κρασίθολώνει το κεφάλι (το μυαλό)•

    страсть туманитьит рассудок το πάθος θολώνει το λογικό.

    1. ανταριάζω, καλύπτομαι από ομίχλη. || θαμποφαίνομαι.
    2. θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι•

    взор -ится το βλέμμα θαμπώνει.

    || μτφ. συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι•

    -ится моя мысль συσκοτίζεται η σκέψη μου•

    его голова -лась το κεφάλι του (το μυαλότου) θόλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > туманить

  • 111 туманно

    επίρ.
    1. ασαφώς κλπ. επ. (3, 4 σημ.)
    2. ως κατηγ. είναι ομίχλη.
    3. είναι συσκοτισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > туманно

  • 112 туманность

    θ.
    1. ομίχλη, αντάρα, καταχνιά.
    2. (αστρν.) νεφέλωμα•

    галактические -ы τα νεφελώματα του Γαλαξία•

    спиральная -σπειροειδές νεφέλωμα.

    3. θολότητα.
    4. ασάφεια, αοριστία• σκοτεινότητα.

    Большой русско-греческий словарь > туманность

  • 113 умчать

    умчу, умчишь ρ.σ.
    1. μ. μεταφέρω ταχύτατα.
    2. παρασύρω με ορμή• σκορπίζω•

    умчать ветер -ал тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    3. βλ. ρ. παθ. φ.
    1. φεύγω ταχύτατα.
    2. παρασύρομαι• μετατοπίζομαι, μετακινούμαι•

    умчать туман -лась η ομίχλη μετατοπίστηκε.

    || μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω, παρέρχομαι•

    -лись юные годы έφυγαν (πέρασαν) τα νεανικά χρό-ν ια.

    Большой русско-греческий словарь > умчать

  • 114 хмарь

    θ. (διαλκ.) ομίχλη• θάμβος.

    Большой русско-греческий словарь > хмарь

  • 115 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 116 κέμμερος

    κέμμερος· ἀχλύς, ὁμίχλη, Hsch. [full] κέμμης· ὅριον, Id. [full] κέμμορ· μέγα κῆτος, Id. [full] κεμφάς,
    A v. κεμάς. [full] κέμων· ἑτερόφθαλμος, Id. [full] κεν, = κε (q.v.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέμμερος

  • 117 νεφέλη

    νεφέλη, , ([etym.] νέφος)
    A cloud, mass of clouds (distd. from ὁμίχλη, mist or fog, Arist.Mete. 346b33), Il.15.20, Hes.Th. 745, etc.; ν. κυανέη, πορφυρέη, Od.12.75, Il.17.551;

    ἐριβρόμου νεφέλας στρατός Pi.P.6.11

    ;

    νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Thphr.Sign.13

    .—Mostly poet., but found in X.An.1.8.8, Arist., Thphr. ll. cc., and in late Prose, Plu.2.777e, Philostr.Ep.24.
    2 metaph., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψε κυανέη, of death, Il.20.417; τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα a cloud of sorrow, 17.591, cf. S.Ant. 528 (anap.);

    πολέμου ν. Simon.89

    ;

    φόνου ν. Pi.N. 9.38

    , cf. I.7(6).27; Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ, i.e. with his blood, S. Tr. 831 (lyr.); κελαινῶπις ν., of sleep, Pi.P.1.7.
    II of clouds in urine, Hp.Prog.12, Gal.6.252.
    2 = νεφέλιον 11.2, Hp.Prorrh.2.20.
    3 cloud on a mirror, Arist.Insomn. 459b30.
    III fine bird-net, in pl., Ar.Av. 194, 528 (anap.), Call.Aet.3.1.37, Gal.UP1.2, Ath.1.25d: in sg., AP6.11 (Satyr.), 109 (Antip.), 185 (Zos.).
    IV Alchem., sublimate, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεφέλη

  • 118 νέφος

    A cloud, mass of clouds, Il.4.275, al.;

    σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj. 1148

    ;

    ν. ὄμβριον Ar.Nu. 288

    (lyr.);

    ν. καὶ ὁμίχλη Pl.Ti. 49c

    ;

    τὸν κίνδυνον παρελθεῖν ὥσπερ ν. D.18.188

    .
    2 metaph. (cf.

    νεφέλη 1.2

    ),

    θανάτου δὲ μέλαν ν. ἀμφεκάλυψεν Il.16.350

    , cf. Od.4.180, B.12.64;

    λάθας ν. Pi.O.7.45

    ; σκότου ν., of blindness, S.OT 1314 (lyr.); ν. οἰμωγῆς, στεναγμῶν, E.Med. 107 (anap.), HF 1140; ὀφρύων ν. a cloud upon the brow, Id.Hipp. 172 (anap.);

    ὑπὸ τοῦ μετώπου οἷον ν. ἐπανεστηκός Arist.Phgn. 809b22

    ;

    διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν ν. ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr.58

    .
    II metaph., also, a cloud of men, etc., ν. πεζῶν, Τρώων, Il.4.274, 16.66; ψαρῶν, κολοιῶν, 17.755;

    ν. τοσοῦτον ἀνθρώπων Hdt.8.109

    ; πενεστάων ν. Timo 39;

    μαρτύρων Ep.Hebr.12.1

    ; πολέμοιο ν. the cloud of battle, thick of the fight, Il.17.243, cf.Ar. Pax 1090: applied by Pi.N.10.9 to a single hero: used by Prose writers for poet. νεφέλη (q. v.). (Cf. Skt. nábhas 'fog', 'cloud', Slav. nebo 'heaven', Lat. nebula.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέφος

  • 119 ἀλαωπός

    ἀλα-ωπός, ον, lit.
    A blind-eyed; hence, dark,

    ὁμίχλη Nonn.D.25.282

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωπός

  • 120 ἀμβλυόεις

    A dull, dark,

    ὁμίχλη Man.4.156

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλυόεις

См. также в других словарях:

  • ὀμίχλη — ὁμίχλη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλη — fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλῃ — ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — η 1. σύννεφο από υδρατμούς πάνω στη γη, αλλ. αντάρα: Όλη τη μέρα δεσηκώθηκε η ομίχλη. 2. φρ., «ξηρή ομίχλη», μετεωρολογικό φαινόμενο που σαν λευκό πέπλο σκεπάζει έναν τόπο, αχλύδα, θολούρα, καταχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (epic ionic) ὀμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχλαι — ὁμίχλη fem nom/voc pl (doric) ὁμίχλᾱͅ , ὁμίχλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμίχληι — ὁμίχλῃ , ὁμίχλη fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλαις — ὁμίχλη fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμίχλην — ὁμίχλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»