Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁμήρου

  • 1 гомеровский

    гомеровский
    прил (относящийся к Гомеру) ὁμηρικός, τοῦ 'Ομήρου:
    \гомеровский вопрос τό ὀμηρικόν ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > гомеровский

  • 2 redeem

    [rə'di:m]
    1) (to buy back (something that has been pawned): I'm going to redeem my gold watch.) εξαγοράζω, παίρνω πίσω
    2) (to set (a person) free by paying a ransom; (of Jesus Christ) to free (a person) from sin.) εξαγοράζω την ελευθερία (ομήρου)/ λυτρώνω
    3) (to compensate for or cancel out the faults of: His willingness to work redeemed him in her eyes.) εξιλεώνω
    - redemption
    - past/beyond redemption
    - redeeming feature

    English-Greek dictionary > redeem

  • 3 эпопея

    θ.
    εποποιία, επικό ποίημα•эпопеяи гомера οι εποποιίες του Ομήρου. || μεγάλο λογοτεχνικό έργο. || μεγάλα γεγονότα•

    эпопея гражданской войны η εποποιία του εμφυλίου πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > эпопея

См. также в других словарях:

  • Ὁμήρου — Ὅμηρος Homer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμήρου — ὅμηρος pledge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑπτά πόλεις μάρναντο σοφὴν διὰ ῥίζαν Ὁμηρου… — См. Семь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… …   Dictionary of Greek

  • Μαίων ή Μήων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θηβαίος, γιος του Αίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν συναρχηγός με τον Πολυφόντη των πενήντα Καδμείων που έστησαν ενέδρα στον Τυδέα κατά την επάνοδό του στην πατρίδα. Ο Τυδέας τους σκότωσε όλους εκτός από τον M …   Dictionary of Greek

  • Panedes — oder Panides, bisweilen auch Paneides (von griechisch Πανήδης bzw. Πανίδης), König von Chalkis und Bruder des Amphidamas, war der Preisrichter im Dichterwettstreit zwischen Homer und Hesiod, dessen Historizität allerdings nicht belegt ist.… …   Deutsch Wikipedia

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • δέλτος — η (AM δέλτος) 1. μικρός πίνακας για γράψιμο 2. ιστορικό γραπτό μνημείο, διαθήκη, βιβλίο («οι δέλτοι τής ιστορίας», «αἱ δώδεκα δέλτοι») αρχ. 1. μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»