Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁμόχρους

См. также в других словарях:

  • ὁμόχρους — of one colour masc/fem nom pl ὁμόχρους of one colour masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομόχρους — ουν (ΑΜ ὁμόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με άλλον, ομόχρωμος μσν. αρχ. αυτός που έχει ένα και το αυτό χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. κακό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ὁμόχρουν — ὁμόχρους of one colour masc/fem acc sg ὁμόχρους of one colour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχρων — ὁμόχρους of one colour masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχρως — ὁμόχρους of one colour adverbial ὁμόχρως nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοχροώ — ὁμοχροῶ, έω (ΑΜ) [ομόχρους] έχω το ίδιο χρώμα, είμαι ομόχρους …   Dictionary of Greek

  • ὁμόχροον — ὁμόχροος of one colour masc/fem acc sg ὁμόχροος of one colour neut nom/voc/acc sg ὁμόχρους of one colour masc/fem acc sg ὁμόχρους of one colour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MYRRHA — I. MYRRHA Graece μυῤῤὶς, herba est, simillima cicutae, caule foliique et folre, minor tantum et exilior, cibo non insuavis, Plin. l. 24. c. 16. sic dicta, διὰ τὸ μυρίζον καὶ ἐυῷδες, ob suavem eius fragrantiam, quam radice praefert. Dioscorides,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόχροια — ὁμόχροια, ἡ (ΑΜ, Α και ὁμοχροίη) [ομόχρους] ομοιότητα τού χρώματος, ομοχρωμία («ἔχουσαι τὴν κοιλίαν ὅλην δασεῑαν ἐρίων πλήθει και μαλακότητι καὶ ὁμοχροίᾳ», Γεωπ.) αρχ. 1. η λεία, η ομαλή επιφάνεια τού ανθρώπινου σώματος, το δέρμα 2. (στον τ.… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»