-
1 ὁμόσε
ὁμόσε, nach einem u. demselben Orte hin; τῶν πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Φοῖβος, Il. 12, 24; τῶν ὁμόσ' ἦλϑε μάχη, die Schlacht kam zusammen, die Kämpfenden wurden handgemein, 13, 337; ὁμόσε χωρεῖν τοῖς λόγοις, Eur. Or. 919; χωρεῖν, ἰέναι, Ar. Lys. 451 Eccl. 863; Thuc. 4, 29 u. öfter; ὁμόσε ἰόντες νενικήκατε, Xen. An. 6, 3, 23; auch ὁμόσε τοῖς πολεμίοις συμμιγνύναι, Cyr. 7, 1, 26; γίγνεσϑαι, 1, 2, 10; ὁμόσε χωρήσεται, er wird entgegentreten, Plat. Theaet. 165 e; ἐάν τις ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι, Rep. X, 610 c, vgl. Euthyd. 294 d; Folgde, wie Plut. Thes. 10 u. Luc. – Bei Dem. 56, 14 entspricht ὁμόσε πορεύεσϑαι dem vorangehenden συγχωρεῖν, eigtl. die Hand bieten, oder sich Einem nähern. – Pol. vrbdt es in der Bdtg von σύν mit dem dat., zugleich mit, 4, 16, 10. 6, 7, 5, 10, 12, 1.
См. также в других словарях:
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek