-
1 ομοκλη
См. также в других словарях:
ὁμοκλαί — ὁμοκλή threat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοκλή — ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα 2. κραυγή επίπληξης ή απειλής 3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.) 4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης 5. (για ήχο… … Dictionary of Greek