-
1 ομοιότητα
(-ης (-ητος)] η1) одинаковость, равность; 2) сходство; подобие; 3) тождество, равносильность, равноценность -
2 ὁμοιότητα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὁμοιότητα
-
3 ομοιότητα
[омиотита] ουσ. Θ. сходство, подобие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομοιότητα
-
4 ομοιότητα
[омиотита] ουσ θ сходство, подобие. -
5 ομοιοτης
- ητος ἥ тж. pl. сходство, подобиеὁμοιότητι εἶναι κατά τι Plat. — сохранять сходство с чем-л.;
εἰς ὁμοιότητά τινι Plat. — по подобию кого-л., в подражание кому-л.;καθ΄ ὁμοιότητα Arst. — на основании сходства, по аналогии, NT. подобным (же) образом -
6 αναφερω
поэт. ἀμφέρω (fut. ἀνοίσω, aor. ἀνήνεγκα)1) выносить наверх(κύνα ἐξ Ἀϊδάω Hom.)
2) возносить, поднимать(τινὰ εἰς Ὄλυμπον Xen.)
ἀ. κώπας Thuc., Arst.; — грести;εἰρεσία ἀναφερομένη Plut. — мерное движение весел;pass. — (о небесных светилах) восходить (ἐν τῇ νυκτί Polyb.)3) добывать, извлекать(ψῆγμα χρυσοῦ ἐκ τῆς ἰλύος, ψάμμος ἀναφερομένη Her.)
4) выделять, извергать(αἵματος πλῆθος ἀνενεγκεῖν Plut.)
ἀ. λίβη Aesch. — лить слезы5) показывать, обнаруживать(τι κέντρον Plut.; ἀρεταὴ ἀμφέρονται Pind.)
νεκρῶδες χρῶμα ἀ. Plut. — принимать мертвенный цвет6) (вверх или вглубь страны) вести, привозить, доставлять(τι παρὰ βασιλέα ἐς Σοῦσα Her.; ἥ εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτὸς ἀναφέρουσα Xen.)
7) выносить, переносить, выдерживать(ἄχθος δειματοσταγές Aesch.; κινδύνους Thuc.; πόλεμον Polyb.)
8) отводить или относить назад, отставлять9) доносить, сообщать(παρά и ἔς τινα Her.; τοὺς λόγους ἐς τὸν δῆμον Thuc.)
10) обращаться, запрашиватьπερί τινος ἀνῷσαι ἔς τινα Her. и τινι Diod. — запросить кого-л. о чем-л.;
ποῖ δίκην ἀνοίσομεν ; Eur. — где нам искать справедливости?11) издавать, произносить, испускать(βαρεῖς στεναγμούς Plut.)
οὕτω ἀνενεικατο φωνάν Theocr. (v. l.) она — сказала следующее12) вздыхать13) (о налогах и т.п.) вносить, уплачивать(χίλια τάλαντα νομίσματος εἰς τέν Ἀκρόπολιν Aeschin.; αἱ πρόσοδοι ἀναφέρονται Arst.)
14) давать оправиться, приводить в себя; подкреплять, ободрятьἀνέφερέ τις ἐλπίς Plut. — теплилась кое-какая надежда15) тж. med.-pass. приходить в себя, (п)оправляться(ἐκ τῶν τραυμάτων Plut.)
τῷ πόματι ἀ. — подкреплять себя иапитком, т.е. вином;ἀ. ἐκ μέθης Luc. — протрезвляться;ἀνενειχθεὴς εἶπε Her. — прийдя в себя, он сказал;16) ссылаться(εἰς τὸν ἀξιόχρεων λέγοντα Plat.)
17) возводить, относить(τὸ γένος τινὸς εἴς τινα Plat.)
ἀ. εἰς Ἡρακλέα Plat. — возводить (чей-л.) род к Гераклу18) приписывать, вменять(τί τινι Eur., Lys. и τι ἐπί τινα Aesch., Dem.; βιβλίον τι εἴς τινα Plut.; τέν αἰτίαν εἴς τινα ἀ. Lys.)
19) возвращать(τινὰς ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἐς τέν ἑαυτῶν, sc. χώραν Thuc.)
20) воспроизводить(τέν ὁμοιότητά τινος Plut.)
ἀ. τι ἑαυτῷ τῷ λόγῳ Plat. — часто обдумывать что-л.;ἀνοιστέον πρὸς αὑτούς Plut. — нужно всегда иметь в виду21) приносить в жертву(τινά, θυσίας NT.)
-
7 γειτνιασις
- εως ἥ1) соседство, близость(τοῦ ἡλίου Arst.)
2) тж. pl. соседи(τέν γειτνίασιν ἄπιστον παρέχειν, βαρβαρικαὴ γειτνιάσεις Plut.)
3) близость, сходство -
8 ειδωλοποιεω
(тж. εἴδωλα εἰ. Plat.) создавать образы, изображать, воспроизводить(τι Arst., Plut.)
; pass. быть изображаемым, изображаться -
9 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
-
10 καταπληκτικές
η, ό[ν] поражающий, ошеломляющий; поразительный, изумительный;καταπληκτικέςή εντύπωση — ошеломляющее впечатлениеίκαταπληκτικέςή ομοιότητα — поразительное сходство;
καταπληκτικέςό μνημονικό — поразительная память;
καταπληκτικέςή ομορφιά — изумительная красота
См. также в других словарях:
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek
ομοιότητα — η η ιδιότητα του όμοιου, το μοιάσιμο: Καταπληχτική ομοιότητα έχουν τα δύο αδέρφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
подобиѥ — ПОДОБИ|Ѥ (68), ˫А с. 1.Подобие, сходство, нечто похожее; уподобление: [о Борисе и Глебе] вѣрьныимъ людьмъ тепла˫а заступьника… вьсе˫а вьселены˫а наслажениѥ. мѹжеѹмьныимь съмыслъмь. бѣсовьскѹю дьржавѹ раздрѹшьша˫а. христовъмь подобиѥмь. подающааго … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek