-
1 hemcins
ομοειδής, ομόφυλος, συνάνθρωπος -
2 однородный
однородныйприл1. ὁμοιογενής, ὁμοειδής:\однородныйые явления τά ὁμοειδή φαινόμενα·2. (о металле и т. ἡ.) ὁμοιογενής. -
3 единообразный
επ.ομοιόμορφος, ομοειδής. -
4 однородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. ομογενής, ομοειδής.2. ομοιογενής.εκφρ.- ые члены предложения – ομογενή μέλη της πρότασης.
См. также в других словарях:
ὁμοειδής — of the same species masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοειδής — ές (ΑΜ ὁμοειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες 2. αυτός που είναι όμοιος με άλλον στη μορφή ή στο σχήμα αρχ. 1. ομογενής 2. αντίστοιχος («ἡλικίῃ μάλιστα τῇ ὁμοειδέϊ», Ιπποκρ.) 3. ομοιόμορφος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
ομοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι του ίδιου είδους, που έχει την ίδια μορφή, τις ίδιες ιδιότητες: Ομοειδή ποσά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοειδῆ — ὁμοειδής of the same species neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοειδής of the same species masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδεῖ — ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδεῖς — ὁμοειδής of the same species masc/fem acc pl ὁμοειδής of the same species masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδές — ὁμοειδής of the same species masc/fem voc sg ὁμοειδής of the same species neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδοῦς — ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδέσι — ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδέσιν — ὁμοειδής of the same species masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοειδέστερα — ὁμοειδής of the same species neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)