-
1 Ὁμηροπάτης
A one who tramples on Homer, epith. of Xenophanes in Timo 60.1 as quoted by D.L.9.18, but - απάτης codd. S.E.P.1.224, which may be nom. masc., perverter of Homer, or gen. of Ὁμηραπάτη, the Homeric fiction, as expld. by S.E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηροπάτης
-
2 Ὁμηραπάτη
A v. Ὁμηροπάτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηραπάτη
См. также в других словарях:
ομηροπάτης — ὁμηροπάτης και ὁμηραπάτης, ὁ (Α) 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ξενοφάνους) αυτός που σκώπτει, που περιπαίζει τον Όμηρο και τις διηγήσεις του σχετικά με τους θεούς και τους ήρωες ή αυτός που διαστρεβλώνει, παρερμηνεύει τα ομηρικά έπη 2. κατ άλλους, η … Dictionary of Greek
ομηραπάτη — ὁμηραπάτη, ἡ (Α) βλ. ομηροπάτης … Dictionary of Greek
ομηραπάτης — ὁμηραπάτης, ὁ (Α) βλ. ομηροπάτης … Dictionary of Greek