-
1 πλάτος
πλάτος, τό, die Breite; Ar. Av. 1129; ἐν μήκει καὶ βάϑει καὶ πλάτει, Plat. Soph. 235 d; διώρυχα τρίπλεϑρον τὸ πλάτος, Critia. 115 d; u. so gew. bei Folgdn; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in aller Breite, d. i. ausführlich, bes. Sp.; ἐν πλάτει τε καὶ κατ' ἀκρίβειαν, S. Emp. adv. phys. 2, 108; Ggstz κατὰ περιγραφήν, 15.
-
2 ὁλο-σχερής
ὁλο-σχερής, ές (σχερός), ganz vollständig, VLL. erkl. τέλειος, ὁλόκληρος; ἀνήρ, Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, hauptsächlich, wichtig, ἔγκλιμα 1, 19, 11, κρίσις 1, 57, 5, ἀγών 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον μέρος, der wichtigste, größte Theil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσϑαι πρός τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, ϑλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει χρόνος dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18.
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… … Православная энциклопедия