-
1 ορρος
-
2 ορρός
ο см. ορός -
3 αψορρος
2идущий назадἄψορροι κίομεν Hom. — мы вернулись обратно;
οὐκ ἄ. ἄπει ; Soph. — не уберешься ты?, т.е. уходи же прочь! -
4 ορος
I.ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός ὅ1) молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.2) водянистая часть, жижа(ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.)
II.III.ион. οὖρος ὅ1) межевой знак, межа(ἀρούρης Hom.)
2) граница, рубежῥεῖθρον ἠπείροιν ὅ. Aesch. — пролив, служащий границей между обоими материками;γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροις Aesch. — на край света;3) пределы, рамкиγάμου ὅ. ἀπὸ ἑκκαίδεκα ἐτῶν εἰς εἴκοσί (sc. ἐστιν) Plat. — пределы брачного возраста (для девушек) - от шестнадцати до двадцати лет
4) разница, различие(ὅ. χρηστοῖς καὴ κακοῖς, sc. ἀνθρώποις Eur.)
5) мера, норма(τῶν ἀγαθῶν Dem.; τῶν ἀναγκαίων Plat.)
6) муз. (со)отношение, пропорция(οἱ ὅροι τῶν διαστημάτων Plat.)
7) мат. член отношения Arst.8) цель(ὅρον τιθεσθαί τινι Dem.; ὀλιγαρχίας ὅ. πλοῦτός, sc. ἐστιν Arst.)
9) лог. член предложения ( субъект или предикат), терминὅ. μέσος Arst. — средний термин
10) лог. определение (понятия)ἔστι δ΄ ὅ. λόγος ὅ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Arst. — определение есть высказывание, обозначающее то, чем предмет является;
Ὅροι — Определения ( приписываемый Платону перечень определений ряда понятии)11) юр. ( в Афинах) таблица с указанием ипотечного долга недвижимостиὅρους τιθέναι ἐπὴ τέν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν) Dem. — поместить на доме таблички с указанием его ипотечной задолженности в 2000 драхм
-
5 ορσοθυρη
-
6 αντιλυσσικός
η, ό[ν] предохраняющий от бешенства;αντιλυσσικός ορρός — сыворотка против бешенства
См. также в других словарях:
όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… … Dictionary of Greek
ὄρρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορρός — ο (ΑΜ ὀρρός) (εσφ. γρφ.) βλ. ορός … Dictionary of Greek
ὄρρω — ὄρρος boundary masc nom/voc/acc dual ὄρρος boundary masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρρον — ὄρρος boundary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρρου — ὄρρος boundary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
er-3 : or- : r- — er 3 : or : r English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung … Proto-Indo-European etymological dictionary