-
41 νεύω
νεύω, nicken, winken; um ein Zeichen zu geben; νεῠσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι, er sicherte es ihm zu; als Ausdruck der Bejahung, Genehmigung, Zusicherung; ἐπ' ὀφρύσι νεύειν, mit den Augen dazu nicken; auch mit dem bloßen accus., zugestehen, bewilligen. Auch = sich neigen, senken, vorbiegen u. oft von niederwallendem Helmbusch; νεύειν κεφαλάς, die Köpfe senken, hängen lassen, als Zeichen der Demütigung, des Überwundenseins; von vollen Ähren; sich wohin neigen; νεύειν εἰς δύσεις, πρὸς μεσημβρίαν, wie vergere, von dem sich nach einer Himmelsgegend hin Erstrecken -
42 ὀφρύς
ὀ-φρύς, ύος, ἡ, (1) die Augenbraue; κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, mit den Augenbrauen winken, als Zeichen der Bejahung, auch des Befehls; der Teil des Gesichts, durch welchen Freude u. Trauer ausgedrückt wird; vom Zorn, vom Unwillen; τὰς ὀφρῦς συνήγομεν κἀποιοῦμεν δεινά, wie wir sagen 'die Stirne runzeln'; bes. vom Stolz u. Hochmut; (2) übh. jeder erhöhete Rand, Hügelrand, Hügel; τοῦ ποταμοῦ, Uferrand -
43 ῥιπτάζω
ῥιπτάζω, häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, auf dem Bette hin- und hergeworfen
См. также в других словарях:
ὀφρύσι — ὀφρύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… … Dictionary of Greek
Statue of Zeus at Olympia — The Statue of Zeus at Olympia was one of the Seven Wonders of the Ancient World. It was made by the famed Greek sculptor of the Classical period, Phidias, circa 432 BC on the site where it was erected in the temple of Zeus, Olympia, Greece. [… … Wikipedia
δειράς — η (Α δειράς) κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες τού Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῡ») αρχ. 1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός 2. φρ. «τέγγει δ ὑπ ὀφρύσι δειράδας» μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνια για την απολιθωμένη μορφή τής… … Dictionary of Greek
κλιμακώδης — κλιμακώδης, ῶδες (Α) [κλίμαξ] αυτός που μοιάζει με κλίμακα, που έχει σχήμα κλίμακας («ὀφρύσι κλειόμενος ὑψηλαῖς τε καὶ ὀρθαῖς ὥστ ἔχειν κατάβασιν κλιμακώδη», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κυαναυγής — κυαναυγής, ές, θηλ. και κυαναγέτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει βαθύχρωμη λάμψη (α. «νεκύων ἐς αὐλὰν ὑπ ὀφρύσι κυαναυγέσι βλέπων πτερωτὸς Ἅιδας», Ευρ. β. «πηγάων κυαναυγέων ἐν δίνησιν», Ορφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυαναυγές το βαθύ χρώμα τού… … Dictionary of Greek
νευστάζω — (Α νευστάζω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω 2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.) 3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα αρχ. (για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο τού νεύω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πάγκλαυστος — και πάγκλαυτος, ον (Α) 1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.) 2. (με ενεργ σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κλαυ(σ)τός… … Dictionary of Greek