-
1 Ὀσιριάζω
-
2 Ὀσιριάζω
См. также в других словарях:
οσιριάζω — ὀσιριάζω (Α) [Όσιρις] λατρεύω τον Όσιρι, έχω παραδοθεί στη λατρεία τού Οσίριδος … Dictionary of Greek
Ὀσιριάζουσαν — Ὀσιριάζω Osiris pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οσιριασταί — Ὀσιριασταί, οι (Α) [οσιριάζω] όμιλος τών λάτρεων τού Οσίριδος … Dictionary of Greek