-
1 пояс
1. тех. η ζώνη, η λωρίδα, το ζωνάριшвеллерный - стр. η φλάντζα της δοκού2. мор. η σειρά ελασμάτωνширстречный - του ζωστήρα 3 (то что расположено полосой вокруг чего-л.окружает собой что-л.) η ζώνη, ο ζωστήρας, η λωρίδα, η ταινίαчасовой - ωρολογιακή -, ωριαία - άτρακτος4. (часть туловища между грудью и животом, талия) η μέση, η οσφύς 5. (часть поверхности земного шара между двумя меридианами) η ζώνη (της γης) 6. (климатическая зона) η ζώνη. тропический - τροπική - 7. эк. η ζώνη 8. (часть скелета позвоночных животных и человека, служащая для причленения к туловищу и опоры конечностей) η οσφύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пояс
-
2 поясница
η μέση, η οσφύςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поясница
-
3 поясиица
поясии||цаж ἡ μέση, ἡ ὁσφύς, τά νεφρά:боль в \поясиицаце ἡ ὁσφυαλγία, ὁ με-σόπονος. -
4 талия
талия 1-и θ.η μέση, η οσφύς•тонкая талия η λεπτή μέση (του σώματος).
|| μέρος του ενδύματος•платье с высокой -ей φόρεμα με ψηλά τη μέση.
εκφρ.без -ии – χωρίς μέση, ευθύς (όχι μεσάτο)•в -ю – (για φόρεμα) μεσάτο.талия 2κ. талья, -и θ. παλ..1. το κόψιμο των παιγνιόχαρτων στα δυό.2. ο γύρος του χαρτοπαιγνίου. -
5 чресла
-
6 Chine
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chine
-
7 Loin
subs.P. and V. ὀσφύς, ἡ (Xen., also Ar.).met., be sprung from the loins of: P. and V. σπείρεσθαι, ἐκ (gen.), or ἀπό (gen.) (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loin
См. также в других словарях:
ὀσφῦς — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» … Dictionary of Greek
ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)