-
1 ὀσφύος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀσφύος
-
2 καρπος
Iὅ (тж. собират.)1) плод(λωτοῖο Hom.; ἐλαίας Pind.; βύβλου Aesch.; δένδρων Plat.)
κ. Δήμητρος Her. — плоды Деметры, т.е. хлебные злаки;ὅ κ. τῆς κοιλίας NT. — плод чрева, дитя;κ. τῆς ὀσφύος NT. = οἱ ἀπόγονοι;κ. χειλέων NT. = λόγοι;ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται погов. NT. — по плоду узнается дерево2) произведение, тж. сбор, урожай или сельскохозяйственный доходὁ πρῶτος κ. Her. — предыдущий урожай;
κ. γαίας καὴ βοτῶν Aesch. — земледельческие и животноводческие продукты3) перен. плод, результат(καρπόν τινα θερίζειν Plat.)
κ. ἐπέων Pind. — поэзия;κ. φρενῶν Pind. — мудрость;γλώσσης ματαίας κ. Aesch. — безрассудные речи;οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. — лживые речи не увенчаются успехом;εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου Aesch. — если оправдаются предсказания ЛоксияIIὅ запястье(χειρός Hom., Eur., Arst.)
-
3 οσφυς
(acc. ὀσφύν и ὀσφῦν, редко ὀσφύα)
1) бедра, бока, тазобедренный пояс, поясница Her., Aesch., Arph.καρπὸς τῆς ὀσφύος NT. = σπέρμα
2) ( у насекомых) задняя часть брюшка Arph.
См. также в других словарях:
ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Подобен — (греч. προσόμοιον очень сходное, весьма похожее; часто в форме мн.ч. προσόμοια подобны) в византийском и русском православном богослужении пение на основе мелодической (в византийском мелодико ритмической) модели. Эта модель по гречески… … Википедия
απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… … Dictionary of Greek
ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] … Dictionary of Greek
νευρομήτραι — νευρομῆτραι, αἱ (Α) οι μυώνες τής οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα] … Dictionary of Greek
οσφυόδεσμος — ο ειδική ορθροπεδική ζώνη για συγκράτηση και σφίξιμο τής οσφύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + δεσμός (πρβλ. στηθό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» … Dictionary of Greek
προσθιάξειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀφελεῑν τὰς ἐκ τῆς ὀσφύος τρίχας» … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek