Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὀσφύος

См. также в других словарях:

  • ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Подобен — (греч. προσόμοιον очень сходное, весьма похожее; часто в форме мн.ч. προσόμοια подобны) в византийском и русском православном богослужении пение на основе мелодической (в византийском мелодико ритмической) модели. Эта модель по гречески… …   Википедия

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • ιξύς — ἰξύς, ύος, ἡ (Α) 1. η οσφύς, η μέση 2. στον πληθ. αἱ ἰξύες το τμήμα μεταξύ τών ισχίων και τής οσφύος, οι λαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. σε ῡ απαντά και σε άλλες λέξεις που δηλώνουν μέρη τού σώματος (πρβλ. οσφύς)] …   Dictionary of Greek

  • νευρομήτραι — νευρομῆτραι, αἱ (Α) οι μυώνες τής οσφύος οι οποίοι φθάνουν μέχρι τα νεφρά, αλλ. ψόαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + μήτρα] …   Dictionary of Greek

  • οσφυόδεσμος — ο ειδική ορθροπεδική ζώνη για συγκράτηση και σφίξιμο τής οσφύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσφύς + δεσμός (πρβλ. στηθό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • προσθιάξειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀφελεῑν τὰς ἐκ τῆς ὀσφύος τρίχας» …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»