Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀσμή

  • 1 odour

    οσμή

    English-Greek new dictionary > odour

  • 2 запах

    запах м η μυρωδιά, η οσμή
    * * *
    м
    η μυρωδιά, η οσμή

    Русско-греческий словарь > запах

  • 3 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 4 душок

    душ||ок
    м разг
    1. ἡ ἐλαφρά μυρωδιά, ἡ τάγγη, ἡ μοδχλα:
    мясо с \душокком κρέας πού ἀρχίζει νά μυρίζει·
    2. перен ἡ ὀσμή, ἡ βώχα:
    неприятный \душок ἡ δυσάρεστη ὀσμή.

    Русско-новогреческий словарь > душок

  • 5 запах

    запах
    м ἡ μυρωδιά, ἡ ὁσμή:
    слышать (чу́вствовать) \запах αἰσθάνομαι (τήν) μυρωδιά, αίσθάνομαι (τήν) ὀσμή, μοῦ μυρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > запах

  • 6 запах

    α.
    μυρουδιά, οσμή•

    острый δριμεία οσμή•

    дурной запах άσχημη μυρουδιά•

    вещество без -а ουσία άοσμη.

    α.
    σταύρωμα, κλείσιμο των φύλλων του ενδύματος.

    Большой русско-греческий словарь > запах

  • 7 запах

    η οσμή, η μυρωδιά
    устранять - εξαλείφω/απομακρύνω την -
    неприятный - η κακοσμία, η δυσοσμία

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запах

  • 8 слышать

    1. (различать, воспринимать слухом, обладать слухом) ακούω 2. (иметь какие-л. сведения, знать) ακούω, μαθαίνω
    πληροφορούμαι
    3. (распознавать путем ощущения) αισθάνομαι
    καταλαβαίνω
    - запах - την οσμή/μυρωδιά, μυρίζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слышать

  • 9 удушливый

    уду́шлив||ый
    прил
    1. прям., перен πνιγηρός, ἀποπνικτικός:
    \удушливый день πνιγηρή μέρα· \удушливый запах ἀποπνικτική ὁσμή· \удушливыйая атмосфера ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα· \удушливыйая среда ἀποπνικτικό περιβάλλον
    2. (о газе и т. п.) ἀσφυκτικός.

    Русско-новогреческий словарь > удушливый

  • 10 scent

    [sent] 1. verb
    1) (to discover by the sense of smell: The dog scented a cat.) μυρίζομαι,οσφραίνομαι,οσμίζομαι
    2) (to suspect: As soon as he came into the room I scented trouble.) μυρίζομαι
    3) (to cause to smell pleasantly: The roses scented the air.) αρωματίζω
    2. noun
    1) (a (usually pleasant) smell: This rose has a delightful scent.) άρωμα,μυρωδιά
    2) (a trail consisting of the smell which has been left and may be followed: The dogs picked up the man's scent and then lost it again.) οσμή,ίχνος,μυρωδιά
    3) (a liquid with a pleasant smell; perfume.) άρωμα
    - put/throw someone off the scent
    - put/throw off the scent

    English-Greek dictionary > scent

  • 11 smell

    1. [smel] noun
    1) (the sense or power of being aware of things through one's nose: My sister never had a good sense of smell.) όσφρηση
    2) (the quality that is noticed by using this power: a pleasant smell; There's a strong smell of gas.) οσμή,μυρουδιά
    3) (an act of using this power: Have a smell of this!) μύρισμα
    2. [smelt] verb
    1) (to notice by using one's nose: I smell gas; I thought I smelt (something) burning.) μυρίζω,οσφραίνομαι
    2) (to give off a smell: The roses smelt beautiful; Her hands smelt of fish.) μυρίζω
    3) (to examine by using the sense of smell: Let me smell those flowers.) μυρίζω
    - smelly
    - smelliness
    - smell out

    English-Greek dictionary > smell

  • 12 ацетиленовый

    επ.
    της ασετυλίνης•

    ацетиленовый запах η οσμή της ασετυλίνης.

    Большой русско-греческий словарь > ацетиленовый

  • 13 грибной

    επ.
    του μανιταριου• μανιταρένιος, -ίσιος, από μανιτάρια•

    грибной запах οσμή μανιταριού•

    -ая шапка το κεφάλι του μανιταριου•

    грибной суп μανιταρόσουπα.

    εκφρ.
    грибной дождь – ήλιος και βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > грибной

  • 14 едкий

    επ., βρ: едок, едка, едко; едче.
    1. καυστικός• διαβρωτικός•

    едкий натрий καυστικό νάτριο•

    -ое вещество διαβρωτική ουσία.

    2. δριμύς, οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός•

    запах δριμεία οσμή.

    3. μτφ. δηκτικός, φαρμακερός, αψύς• καυτερός, πειραχτικός.

    Большой русско-греческий словарь > едкий

  • 15 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 16 отвратительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    1. αποκρουστικός• δυσάρεστος•

    отвратительный запах δυσάρεστη οσμή.

    2. αηδιαστικός, σιχαμερός• ελεεινός, άθλιος, αχρείος•

    -ая погода -άθλιος καιρός, παλιόκαιρος, βρωμόκαιρος•

    -ое поведение αισχρή διαγωγή.

    Большой русско-греческий словарь > отвратительный

  • 17 отдавать

    -даю, -дашь, προστκ. отдавай,
    επιρ. μτχ. отдавая
    ρ.δ.
    1. βλ. отдать.
    2. μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή•

    от него -ёт немного водкой αυτός μυρίζει λίγο βότκα.

    || μοιάζω, ενθυμίζω•

    отдавать стариной θυμίζω κάτιτο παλαιό.

    1. βλ. отдаться.
    2. βλ. отдавать (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > отдавать

  • 18 пропахнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пропах, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропахший κ. пропахнувший ρ.σ.
    1. μυρίζω, αναδίδω μυρουδιά, οσμή.
    2. μυρίζω άσχημα. βρωμώ•

    мясо -ло το κρέας μύρισε•

    рыба -ла το ψάρι χάλασε.

    Большой русско-греческий словарь > пропахнуть

  • 19 пряный

    επ., βρ: прян, -а, -о.
    1. εύγευστος• αρωματικός• του αρτύματος.
    2. μτφ. οξύς, δριμύς•

    пряный запах δριμεία οσμή.

    Большой русско-греческий словарь > пряный

  • 20 резкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.
    1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•

    резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•

    резкий ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая боль δυνατός πόνος•

    резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•

    резкий залах δριμεία οσμή•

    резкий голос διαπεραστική φωνή.

    2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.

    3. αιφνίδιος• απότομος•

    -ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    -ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•

    -ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•

    -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).

    4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•

    -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.

    || αυθάδης, θρασύς•

    резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•

    -ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > резкий

См. также в других словарях:

  • ὀσμή — smell fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • οσμή — η η μυρωδιά: Δυσάρεστη οσμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀσμῇ — ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμή smell fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσμῆι — ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (doric) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμάομαι smell at pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὀσμῇ , ὀσμή smell fem dat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμίζομαι — [οσμή] 1. μυρίζω, οσφραίνομαι κάτι 2. μτφ. προαισθάνομαι, υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι …   Dictionary of Greek

  • ὀδμαῖς — ὀσμή smell fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμαί — ὀσμή smell fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῆς — ὀσμή smell fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῇσι — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδμῇσιν — ὀσμή smell fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»