-
1 ὀρέξει
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀρέξει
-
2 διωξις
- εως ἥ1) преследование, погоня(δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἕκτορος Arst.)
πεμφθέντες ἐπὴ τέν δίωξιν Plut. — посланные в погоню2) тяготение, влечение, стремление(ἐπιθυμία καὴ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὴ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὴ ἀγαθῶν Plut.)
3) судебное преследование, обвинение(τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.)
См. также в других словарях:
ὀρέξει — ὄρεξις appetency fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὀρέξεϊ , ὄρεξις appetency fem dat sg (epic) ὄρεξις appetency fem dat sg (attic ionic) ὀρέγω reach aor subj act 3rd sg (epic) ὀρέγω reach fut ind mid 2nd sg ὀρέγω reach fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] … Wikipédia en Français
όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… … Dictionary of Greek