-
1 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
2 ἐνθυμέομαι
A- ήσομαι Lys.12.45
, later- ηθήσομαι Philostr.VS2.26.3
, Epict.Ench.21, etc.: [tense] aor.ἐνεθυμήθην Ar.Ra.40
, Th.2.62, Lys.31.27, etc.: [tense] pf.ἐντεθύμημαι Th.1.120
: [tense] plpf.ἐνετεθύμητο Lys.12.70
:—lay to heart, ponder, ; ;πρὸς ἐμαυτόν And.1.50
; ἐ. καὶ λογίζεσθαι freq. joined in D., as 1.21,al.b c. gen., ἐνθυμεῖσθαί τινος think much or deeply of,τοῦ θανόντος Semon.2
;τούτων οὐδὲν ἐ. Hermipp.41
;τῶν λεγομένων Antipho 5.6
;ὧν ἐνθυμηθέντες Th.1.42
, cf. Pl.Mx. 249c, X.Mem.1.1.17;τῶν προγόνων ἐ. ὅτι.. Lys.16.20
; alsoπερί τινος Pl.R. 595a
.c folld. by a relat., ἐ. ὅτι.. notice or consider that.., Ar.Nu. 820, Th.5.111, etc.; ὡς.. how.., Ar.Ra.40, X.Mem.4.3.3, etc.;εἰ.. Isoc.15.60
;μὴ.. Pl.Euthd. 279c
, Hp.Ma. 300d.d c. part., οὐκ ἐντεθύμηται ἐπαιρόμενος is not conscious that he is becoming excited, Th.1.120, cf.6.78, X.HG4.4.19.2 take to heart, be concerned or angry at, τι A.Eu. 222;ξυμφοράν Th.7.18
, cf. 5.32 (v. ἐνθυμίζομαι); εἰ μηδεὶς ὑμῶν μήτ' ἐνθυμεῖται μήτ' ὀργίζεται D. 4.43
: abs., to be concerned, Hp.Aër.22; = ἐνθύμιον ποιεῖσθαι, D.C. 57.4.3 form a plan,κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Th.8.68
, cf. 2.60; take care, see to it,ἐ. ἵνα μηθεὶς ἀδικῇ PSI4.436.9
(iii B. C.).4 infer, conclude,τί οὖν ἐκ τούτων.. ἐνθυμεῖσθαι δεῖ; D.21.54
.II [voice] Act.,ἐνθυμέω Epich.99.4
, Aen.Tact.37.6 (s. v.l.); ἐνθυμέομαι, in pass. sense, to be in a person's thoughts, to be desired,κρατεῖν τῶν ἐνθυμουμένων App.BC5.133
: [tense] pf. (cf. 1.3), ;εὖ ἐντεθυμημένον Pl.Cra. 404a
(nisi leg. φιλοσόφου.. καὶ εὖ ἐντεθυμημένου).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθυμέομαι
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Немецкий