-
1 χοροι-τυπία
χοροι-τυπία, ἡ, das Stampfen des Bodens im Tanzen, das Tanzen; Iliad. 24, 261 ψεῦσταί τ' ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι; Strat. 92 ( XII, 253).
-
2 βρυαλίκται
βρυαλίκται, οἱ, Ibyc. frg. 50; von Hesych. πολεμικοί, ὀρχησταί erkl.
-
3 γυμνήτης
См. также в других словарях:
ὀρχησταί — ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek
πηδητής — ο, ΝΑ [πηδώ] αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά νεοελλ. ζωολ. νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις τής κεντρικής και τής νότιας Αφρικής αρχ. χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.) … Dictionary of Greek
ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
ὀρχήστ' — ὀρχηστά̱ , ὀρχηστής dancer masc nom/voc/acc dual ὀρχηστά , ὀρχηστής dancer masc voc sg ὀρχηστά , ὀρχηστής dancer masc nom sg (epic) ὀρχησταί , ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)