Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀργιασμός

  • 1 разгул

    разгул
    м
    1. (кутеж) ἡ κραιπάλη, ὁ ὀργιασμός, τό ὅργιο:
    предаваться \разгулу ἐπιδίδομαι σέ ὅργια, ἀκολασταίνω, ἀσω-τεύω·
    2. перен τό ὅργιο, ἡ ἀποχαλίνωση[-ις]:
    \разгул реакции τό ὅργιο τής ἀντίδρασης.

    Русско-новогреческий словарь > разгул

См. также в других словарях:

  • οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»