Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀπί

  • 1 φθεγγομαι

        (fut. φθέγξομαι, aor. ἐφθεγξάμην, pf. ἔφθεγμαι - 2 л. ἔφθεγξαι, 3 л. ἔφθεγκται)
        1) издавать (звук), звучать ( в разных значениях)
        

    φ. φωνήν Batr. — издавать голос, произносить;

        οὗτοι μέν εἰσιν ἄφωνοι, ἐκεῖνοι δὲ φθέγγονται Arst. — те (птицы) безгласны, эти же издают звуки;
        ζωγραφία φθεγγομένη ἥ ποίησίς (ἐστιν) Plut. — поэзия есть звучащая живопись;
        ὅ ἵππος φθέγγεται Her. — конь ржет;
        ἀετὸς φθεγγόμενος Xen. — клекочущий орел;
        τὸ θύριον φθεγγόμενον Arph. — скрипящая дверь;
        τὰ φθεγγόμενα σιδήρια Plat. — лязгающее железо;
        βροντέ ἐφθέγξατο Xen. — загрохотал гром;
        ἥ σάλπιγξ ἐφθέγξατο Xen. — прозвучала труба;
        φθεγγόμενος παλάμης παλμόν Anth. — рукоплещущий;
        (τὰ) τῇ δυνάμει ταὐτὸν φθεγγόμενα Plat. — созвучные по значению, т.е. однозначные слова

        2) произносить
        

    (ἔπος τι Her.; τοὺς λόγους Eur.; τὰ ῥήματα Plat.)

        φ. ἔπη Plat. — читать эпические произведения;
        ἐφθέγξατο βοή Eur. — раздался крик;
        τὸ φθεγγόμενον Her. — звук, голос;
        ἐφθέγξαντο πάντες Xen. — все издали боевой клич;
        φ. ὀδυρμοὺς καὴ γόους Aesch. — издавать жалобы и вопли:
        ἀρὰς φ. εἴς τινα Eur.проклинать кого-л.;
        φ. μετὰ βοῆς Plat. — издавать крики;
        ἑταῖρον προσέειπεν φθεγξάμενος Hom.он крикнул товарищу

        3) говорить
        φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Hom. — понизив голос;
        μικρὸν καὴ ἰσχνὸν φ. Luc. — говорить тонким пискливым голоском;
        φ. πρός τινα Plat. и φ. τινι Plut.заговорить с кем-л., обратиться к кому-л.;
        φ. τι Plat.говорить о чем-л.

        4) называть, именовать
        

    τι φ. τι Plat. — называть, что-л. чем-л.;

        τινὴ τὸ ὄνομα φ. τι Plat.давать чему-л. название чего-л.

        5) воспевать, славить
        

    (τινα Pind.)

    Древнегреческо-русский словарь > φθεγγομαι

См. также в других словарях:

  • ὀπί — ὄψ voice fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπι — ὄπις the vengeance fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄπ' — ὄπι , ὄπις the vengeance fem voc sg ὄπα , ὄψ voice fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦπι — ὄπι , ὄπις the vengeance fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κατόπιν — και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι) επίρρ. 1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.) 2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β.… …   Dictionary of Greek

  • μετόπιν — (Α) επίρρ. μετόπισθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + θ. οπι (πρβλ. ὄπι σθεν) + ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατ όπιν] …   Dictionary of Greek

  • οψ — (Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε… …   Dictionary of Greek

  • epi, opi, pi —     epi, opi, pi     English meaning: at, by     Deutsche Übersetzung: “nahe hinzu, auf darauf, auf hin”, zeitlich “in addition, darauf, örtlich “hinter, after” (also “bei etwas herunter”? so partly die Gmc. forms)     Note: (also with lengthened …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • о — I шестнадцатая буква др. русск. алфавита, называвшаяся онъ (см. он) с числовым знач. = 70. В словах греч. происхождения в др. русск., ст. слав. алфавитах в этой функции употреблялся также греч. знак ω (Иωаннъ ᾽Ιωάννης, ϑеодωръ Θεόδωρος), но уже… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»