Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀπτ-ίλ(λ)ος

  • 1 λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων

    λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο- δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ- αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο- λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebzigsilbige griechische Wort, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandteile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Überbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – Flügel

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων

  • 2 πτάκις

    πτάκις, ιδος, ἡ, fem. zu πτάξ, VLL., ὁπτ. nach Poll. 3, 136 sehr komischer Ausdruck. – Bei Phot. steht auch πτεκάδες, δειλοί, u. πτακής, δειλὸς ὁ ἐπτηκώς.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πτάκις

  • 3 γέρας

    γέρας, αος, τό, verwandt γέρων, γεραιός, vgl. auch γῆρας; plur. γέρᾰ Hom., γέρεα Ion., γέρᾱ Att.; Ehrengabe; Hom. oft, aber nur in den Formen γέρας, oft, und γέρᾰ plur. Iliad. 2, 237. 9, 334 Odyss. 4, 66. Gewöhnlich ist γέρας bei Hom. die Ehrengabe, welche ein Fürst, ein Anführer, von der Kriegsbeute außer dem gewöhnlichen, gleichen Antheile, der μοῖρα empfing: Odyss. 11, 534 ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, μοῖραν καὶ γέρας ἐσϑλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν ἀσκηϑής, vgl. Iliad. 9, 367. 1, 118 sqq. Odyss. 7, 10. Weil ein solches γέρας allein den Fürsten zukam, als Anführern, heißt die Königswürde selbst geradezu γέρας: Odyss. 15, 522 καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνήρ, μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν, vgl. Iliad. 20, 182 Odyss. 11, 175. So nicht nur vom eigentlichen Könige, sondern auch von den zwölf vornehmen Phäaken Odyss. 7, 150 τούσδε τε δαιτυμόνας, τοῖσιν ϑεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ' ἐνὶ μεγάροισι, γέρας ϑ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν. Ferner sind die Opfer ein γέρας der Götter, Iliad. 4, 49; sich des Kämpfens zu enthalten und auf das Rathgeben zu beschränken ist ein γέρας der Alten, Iliad. 4, 323; ein feierliches Begräbniß und ein Grabdenkmal ist ein γέρας der Gestorbenen, Iliad. 16, 457; sich zum Zeichen der Trauer das Haar zu scheeren und Thränen zu vergießen ist das einzige γέρας der elenden Sterblichen, Odyss. 4, 197; dem verkleideten Odysseus schleudert Ktesippos, Einer der Freier, Odyss. 20, 297 einen Ochsenfuß zu, ἀλλ' ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ δμώων; die Rede wird vs. 293 mit der Bemerkung eingeleitet, daß der Bettler eine μοῖρα ἴση am Gastmahle schon längst habe; Gegensatz ist dann das ξείνιον. Das besondere gute Stück, was ein vorzüglich zu ehrender Tischgenosse vor dem gleichen Antheil an der Mahlzeit voraus empfängt, heißt ein γέρας des Empfängers Odyss. 4, 66, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα ϑῆκεν ὄπτ' ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρϑεσαν αὐτῷ, plur. Homerisch statt des sing. γέρας, wie νῶτα statt νῶτον. – Eben so Folgende: Pind., Tragg.; Thuc. 1, 13 πρότερον δ' ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι; τὰ τῶν προγόνων, τῶν βασιλήων, Her. 4, 162. 6, 57 u. öfter; Ar. Ran. 1148; ἱερά, Priesterwürde, Dion. Hal. 1, 48. Auch Plat. öfter, καὶ τιμαί Rep. VII, 516 c; καὶ ἆϑλα V, 460 b; übh. Geschenk, παρὰ ϑεῶν, Μουσῶν, Phaedr. 259 b c.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γέρας

  • 4 λεπαδο-τεμαχο

    λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο-δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ-αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο-λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebenzigsylbige griechische Wort, von Ar. Eccl. 1169 ff. gebildet, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandtheile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Ueberbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – Flügel.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λεπαδο-τεμαχο

См. также в других словарях:

  • ὄπτ' — ὀπτά , ὀπτός roasted neut nom/voc/acc pl ὀπτά̱ , ὀπτός roasted fem nom/voc/acc dual ὀπτά̱ , ὀπτός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπτέ , ὀπτός roasted masc voc sg ὀπταί , ὀπτός roasted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Europe — For other uses, see Europe (disambiguation). Europe …   Wikipedia

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …   Dictionary of Greek

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • νηματόσταυρος — ο (οπτ.) σταυρός από νήματα στο εστιακό επίπεδο τών διόπτρων που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό τού οπτικού άξονά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, ατος + σταυρός] …   Dictionary of Greek

  • παραβολικός — ή, ό / παραβολικός, ή, όν, ΝΑ [παραβολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παραβολή, αλληγορικός («παραβολικός λόγος») νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα γεωμετρικής παραβολής 2. φρ. α) «παραβολική θερμάστρα» (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική θερμάστρα με… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πλακίδιο — το, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρή πλάκα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα με σχήμα πλατύ τετράγωνο ή ημισφαιρικό 3. φρ. α) «πλακίδιο λ/2» (ορυκτ.) πλακίδιο από κρυσταλλικό υλικό, το οποίο προκαλεί μεταξύ τών δύο συνιστωσών τού πολωμένου φωτός, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»