Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀποῦ+ὥρα

  • 1 είμαι

    1.
    1) быть, существовать; иметься; ποιός ξέρει, αν θα είμαστε τού χρόνου кто знает, доживём ли мы до следующего года; είναι φόβος να πεθάνει есть опасение, что он умрёт; δεν είναι τρόπος να πεισθεί его невозможно убедить; 2) быть, находиться; είναι εδώ он здесь; ήσουν μακρυά; ты был далеко?; είμασταν περίπατο мы гуляли; ήταν στα ξένα он был за границей; είναι με τίς παντούφλεο он в домашних туфлях;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне, я с тобой;

    3) быть, происходить; случаться;
    τί είναι εδώ; что здесь происходит?; τί ήτανε; что случилось?, что произошло?; 4) быть (в каком-л. состоянии, настроении и т. п.); πώς είσαστε; как вы поживаете?, как вы себя чувствуете?;

    είμαι καλά — я чувствую себя хорошо;

    είναι θυμωμένος он сердит;

    είμαι στο κέφι — быть в настроении;

    5) участвовать, принимать участие;
    ήταν κΓ αυτός στο αντάρτικο он тоже участвовал в партизанском движении; 6) быть включённым (в список и т. п.);

    δεν είμαι στον κατάλογο των προσκεκλημένων — я не включён в список приглашённых;

    7) (με γεν.) а) принадлежать;
    τίνος είσαι συ; ты чей?; τίνος είναι η βάρκα; чья это лодка?; τό σπίτι είναι τού πατέρα μου это дом моего отца; είναι κι' αυτός της παρέας он тоже из этой компании; б) (о возрасте): πόσων χρονών (или ετών) είσαι; сколько тебе лет?;

    είμαι εικοσιτριών χρονών — мне двадцать три года;

    8):

    είμαι από — происходить, вести свой род;

    είμαι από φτωχή οικογένεια — я из бедной семьи;

    από πού είσαι; ты откуда?;

    είμαι από τη Μόσχα — я из Москвы;

    9):

    είμαι γιά... — а) собираться (куда-л. и т. п.);

    είμαι γιά Θεσσαλονίκη — я собираюсь в Салоники, мне надо ехать в Салоники;

    είμαστε γιά φευγάλα мы думаем бежать, нам надо бежать;
    б) быть достойным (чего-л.); είσαι γιά φίλημα ты достоин поцелуя; είναι γιά γέλια он смешон; 2. (в качестве вспомогат. гл.) 1) знач связки) быть; являться;

    εγώ είμαι 5 — то я;

    είμαι νέος — я молод;

    είμαστε έτοιμοι мы готовы;
    είμαστε καμμιά εικοσαριά нас около двадцати человек; ποιός είσαι; кто ты?; τί είναι αυτός; кто он такой?; τί ώρα είναι; который час?; τί καιρός είναι; какая погода?; είναι ζέστη тепло; είναι ψύχρα холодновато; είναι δροσιά прохладно; είναι κρύο холодно; είναι χειμώνας зима; είναι πολύ πρωΐ ещё раннее утро; είναι κοσμοπλημμύρα очень много народа, огромное скопление народа; 2) (употр, для образования сложных форм страд, залога):

    θα είμαι πεσμένος στο κρεββάτι — я лягу спать;

    3. (с зависимым наклонением означает):
    1) собираться, намереваться;

    είμαι να πάω εξοχή — я собираюсь поехать за город;

    2) предполагаться;
    ήταν να γίνει η παράσταση, μα ανεβλήθη должно было состояться представление, но было отложено; 3) суждено; ήταν να σπάσει к' έσπασε ему суждено было разбиться, и он разбился; 4) можно..., следует...; είναι να τα λες αυτά; разве можно такие вещи говорить?; είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! это такой ужас!; είναι να τρελλαθεί κανείς! от этого можно с ума сойтиI, от этого голова кругом идёт!; 5) настало, наступило время; καιρός είναι να σταματήσει пора остановиться, перестать; είναι ώρα να φεύγουμε время уезжать (уходить);

    § είμαι της γνώμης ότι... — я думаю, моё мнение таково, что...; — я полагаю, что...;

    είμαι σε θέση να... — я в состоянии, я могу;

    είμαι σε διάθεση σας — я к вашим услугам;

    είσαι με τα καλά (или στα καλά) σου; ты в своём уме?;
    δεν είσαι με τα καλά σου ты с ума сошёл, ты не в своём уме; άς είναι пусть будет так; όπως και (или κι') άν είναι как бы то ни было; τό φόρεμα αυτό δεν είναι πλέον (или πιά) της μόδας эта одежда уже не в моде; είναι τρία χρόνια πού... три года прошло с тех пор, как...; είναι πολύς καιρός πού δεν μιλήσαμε давно мы с вами не беседовали; είναι στο χέρι μου это в моих руках, это зависит от меня; είμαστε γιά να 'μαστέ вот мы какие молодцы!; καί πού 'σαι ακόμα! и это ещё не всё!; и что ещё будет!; όπου (καί) να 'ναι скоро, в скором времени; вот-вот; να 'ταν (καί) να... если бы...; τί 'σαι συ και τί 'μαι γώ калина себя хвалила; αυτός είναι πού είναι он таков, каков он есть; έ, αυτός είναι κι' αν είναι ψεύτης большего лгуна и не сыщешь!; πες μου με ποιόν πας, να σού πώ ποιός είσαι скажи мне, кто твои друзья, и я скажу тебе, кто ты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > είμαι

См. также в других словарях:

  • όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • διαφυγής, ταχύτητα — (Αστρον.). Η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα, ώστε, όταν εκτοξεύεται από την επιφάνεια ενός πλανήτη, να απομακρυνθεί από αυτόν χωρίς η δύναμη της βαρύτητας του πλανήτη να μπορεί να το συγκρατήσει και να το επαναφέρει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»