-
1 κραδάω
κραδάω, wie κραδαίνω, 1) schütteln, schwenken; κραδάων ἔγχος Il. 7, 212; ὀξὺ δόρυ κραδάων 13, 582, vgl. Od. 19, 438. – 2) von Bäumen, an der Krankheit κράδος leiden, Theophr.
См. также в других словарях:
κραδώ — (I) κραδῶ, άω (Α) κραδαίνω («οξὺ δόρυ κραδάων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κράδη]. (II) κραδῶ, άω (Α) (για δένδρο) πάσχω από τη νόσο κράδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μετονοματικό παρ. τού κράδη] … Dictionary of Greek