-
61 ὀξυ-γραφία
ὀξυ-γραφία, ἡ, das Schnellschreiben, Sp.
-
62 ὀξυ-γράφος
ὀξυ-γράφος, schnell schreibend, Philo.
-
63 ὀξυ-γωνιότης
ὀξυ-γωνιότης, ητος, ἡ, die Spitzwinkeligkeit, Mathem. vett.
-
64 ὀξυ-κόρακον
ὀξυ-κόρακον σμιλίον, τό, ein Instrument der Chirurgen mit einem spitzen Haken, Etwas herauszuziehen, Paul. Aeg.
-
65 ὀξυ-γαλάκτινος
ὀξυ-γαλάκτινος, von saurer, geronnener Milch, Sp.
-
66 ὀξυ-γλυκύς
ὀξυ-γλυκύς, εῖα, ύ, sauersüß, ὀξυγλυκεῖαν τἄρα χοκκιεῖς ῥοάν, Aesch. frg. 329.
-
67 ὀξυ-γλυκές
ὀξυ-γλυκές, τό, = Folgdm, Galen.
-
68 ὀξυ-κοΐα
-
69 ὀξυ-κάρδιος
ὀξυ-κάρδιος, = ὀξύϑυμος; Aesch. Spt. 889; Ar. Vesp. 430.
-
70 ὀξυ-κάρηνος
ὀξυ-κάρηνος, spitzköpfig, D. Per. 642.
-
71 ὀξυ-κέρατος
ὀξυ-κέρατος, spitzhornig, mit spitzen Hörnern, Schol. Aesch. Prom. 424.
-
72 ὀξυ-κέφαλος
ὀξυ-κέφαλος, spitzköpfig, Schol. Ar. Thesm. 175.
-
73 ὀξυ-κέντητος
ὀξυ-κέντητος, scharf gestachelt, Sp.
-
74 ὀξυ-γένειος
ὀξυ-γένειος, mit scharfem, spitzem Kinn, Sp.
-
75 ὀξυ-κέλευθος
ὀξυ-κέλευθος, schnell reisend, Nonn.
-
76 ὀξυ-κίνητος
ὀξυ-κίνητος, schnell bewegt, sich schnell bewegend, Luc. abdic. 28.
-
77 ὀξυ-κώκῡτος
ὀξυ-κώκῡτος, scharf, hell bejammert, beklagt, πάϑος, Soph. Ant. 1300.
-
78 ὀξυ-γώνιος
ὀξυ-γώνιος, spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
-
79 ὀξυ-δρομέω
ὀξυ-δρομέω, schnell laufen, Sp.
-
80 ὀξυ-βελικόν
ὀξυ-βελικόν, ὄργανον, die Wurfmaschine ὀξυβελής, s. das Vor., D. Sic. 20, 75.
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek