-
1 ὀνησιδώρα
A f.l. for ἀνησιδ-, Plu.2.317a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνησιδώρα
См. также в других словарях:
ονησιδώρα — ὀνησιδώρα, ἡ (Α) (εσφ. ανάγνωση) ανησιδώρα* … Dictionary of Greek
1 ὀνησιδώρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνησιδώρα
ονησιδώρα — ὀνησιδώρα, ἡ (Α) (εσφ. ανάγνωση) ανησιδώρα* … Dictionary of Greek