Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀνειρόφρων

  • 1 Dream

    subs.
    P. and V. ἐνύπνιον, τό, ὄναρ, τό, ὄνειρος, ὁ. ὄνειρον, τό (Plat.). Plur., ὀνείρατα, τά (Plat.).
    In a dream ( adverbially): P. and V. ὄναρ.
    Aspiration: P. εὐχή, ἡ.
    Skilled in dreams, adj.: V. ὀνειρόφρων.
    ——————
    v. intrans.
    Ar. and P. ὀνειροπολεῖν, P. ὀνειρώσσειν.
    Dream of: Ar. and P. ὀνειροπολεῖν (acc.).
    Dream of, deign to: P. and V. ἀξιοῦν (infin.), δικαιοῦν (infin.); see Deign, Conceive.
    None of whom, while our navy was intact, ever dreamt of resisting us: P. ὧν οὐδʼ ἀντιστῆναι οὐδεὶς ἕως ἠκμάζε τὸ ναυτικὸν ἡμῖν ἠξίωσεν (Thuc. 7, 63).
    Dream that: P. and V. δοκεῖν ἑαυτῷ (infin.), or δοκεῖν alone (Eur., I.T. 44).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dream

См. также в других словарях:

  • ονειρόφρων — ὀνειρόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καταλαβαίνει και ερμηνεύει τα όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων] …   Dictionary of Greek

  • ὀνειρόφρων — versed in dreams and their interpretations masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειρόφρονα — ὀνειρόφρων versed in dreams and their interpretations masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»