-
1 Dream
subs.Aspiration: P. εὐχή, ἡ.Skilled in dreams, adj.: V. ὀνειρόφρων.——————v. intrans.Ar. and P. ὀνειροπολεῖν, P. ὀνειρώσσειν.Dream of: Ar. and P. ὀνειροπολεῖν (acc.).None of whom, while our navy was intact, ever dreamt of resisting us: P. ὧν οὐδʼ ἀντιστῆναι οὐδεὶς ἕως ἠκμάζε τὸ ναυτικὸν ἡμῖν ἠξίωσεν (Thuc. 7, 63).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dream
См. также в других словарях:
ονειρόφρων — ὀνειρόφρων, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που καταλαβαίνει και ερμηνεύει τα όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. πολεμό φρων] … Dictionary of Greek
ὀνειρόφρων — versed in dreams and their interpretations masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειρόφρονα — ὀνειρόφρων versed in dreams and their interpretations masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek