-
1 ὀμφαλη-τομία
ὀμφαλη-τομία, ἡ, das Abschneiden der Nabelschnur, Plat. Theaet. 149 d (v. l. ὀμφαλοτομία), Arist. ll. A. 8, 9; Poll. 4, 208.
См. также в других словарях:
ομφαλοτομία — η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) [ομφαλοτόμος] η μετά τον τοκετό αποκοπή τού ομφάλιου λώρου νεοελλ. ιατρ. η διατομή τού ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων … Dictionary of Greek
ομφαλητομία — ὀμφαλητομία, ἡ (Α) βλ. ομφαλοτομία … Dictionary of Greek
ομφαλοτομώ — (Α ὀμφαλοτομῶ, έω) [ομφαλοτόμος] κόβω τον ομφάλιο λώρο μετά τον τοκετό νεοελλ. διατέμνω τον ομφαλό για θεραπευτικό σκοπό, ενεργώ ομφαλοτομία … Dictionary of Greek