-
1 ομορξάμενος
-
2 ὀμορξάμενος
-
3 ὀμόργνῦμι
ὀμόργνῦμι, ipf. ὀμόργνῦ, mid. ὠμόργνυντο, aor. part. ὀμορξάμενος: wipe, wipe away, mid., one's own tears, etc., Il. 18.124.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀμόργνῦμι
См. также в других словарях:
ὀμορξάμενος — ὀμόργνυμι wipe aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)