-
61 ὀλιγωτέροις
-
62 ολιγωτέρου
-
63 ὀλιγωτέρου
-
64 ολιγωτέρους
-
65 ὀλιγωτέρους
-
66 ολιγωτέρω
-
67 ὀλιγωτέρῳ
-
68 ολιγωτέρως
-
69 ὀλιγωτέρως
-
70 ολιγέων
-
71 ὀλιγέων
-
72 ολιγώτερα
-
73 ὀλιγώτερα
-
74 ολιγώτεραι
-
75 ὀλιγώτεραι
-
76 ολιγώτεροι
-
77 ὀλιγώτεροι
-
78 ολιγώτερος
-
79 ὀλιγώτερος
-
80 ολίγαις
См. также в других словарях:
ολίγος — ολίγος, η, ο και λίγος, η, ο 1. μικρός σε αριθμό, πλήθος, ποσότητα: Έναν καφέ με ολίγη. – Λίγο σιτάρι. 2. μικρός σε μέγεθος, έκταση, ένταση: Λίγο το οικόπεδο. – Λίγο το κακό. 3. μικρός σε διάρκεια, σύντομος: Λίγος καιρός. – Λίγη ώρα έχει που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλίγος — little masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγος — η, ο (ΑΜ ὀλίγος, η, ον) βλ. λίγος … Dictionary of Greek
ὀλιγώτερον — ὀλίγος little adverbial comp ὀλίγος little masc acc comp sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγα — ὀλίγος little neut nom/voc/acc pl ὀλίγᾱ , ὀλίγος little fem nom/voc/acc dual ὀλίγᾱ , ὀλίγος little fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλείζους — ὀλίγος little masc/fem nom/acc comp pl ὀλίγος little masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωτέραις — ὀλίγος little fem dat comp pl ὀλιγωτέρᾱͅς , ὀλίγος little fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγωτέρων — ὀλίγος little fem gen comp pl ὀλίγος little masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγαι — ὀλίγος little fem nom/voc pl ὀλίγᾱͅ , ὀλίγος little fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγον — ὀλίγος little masc acc sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγω — ὀλίγος little masc/neut nom/voc/acc dual ὀλίγος little masc/neut gen sg (doric aeolic) ὀλιγόω lessen pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀλιγόω lessen imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)