Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὀλίγον

  • 1 понемногу

    επίρ.
    1. από λίγο•

    он ест, но часто αυτός τρώγει από λίγο, όμως συχνά.•

    2. βαθμιαία, βαθμηδόν και κατ ολίγον, μικρόν κατά• μικρόν, ολίγον κατ ολίγον.
    3. έτσι.κι έτσι (σε απάντηση, πως είστε από υγεία).

    Большой русско-греческий словарь > понемногу

  • 2 Little

    adj.
    P. and V. μικρός, σμικρός.
    Few: P. and V. ὀλγος, Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    Short: P. and V. βραχύς.
    Slight: P. and V. λεπτός.
    Little or nothing: P. μικρὰ καὶ οὐδέν (Dem. 260).
    Young: P. and V. νήπιος, V. τυτθός; see Young.
    Mean, petty: P. and V. φαῦλος.
    ——————
    adv.
    With comparatives: P. and V. μικρῷ, σμικρῷ, Ar. and P. ὀλγῳ.
    A little: P. and V. ὀλγον, μικρόν, σμικρόν, V. βαιόν.
    Hardly at all: P. and V. μόλις, μόγις.
    Moderately: P. and V. μέσως, μετρίως; see Slightly.
    Little by little: Ar. and P. κατὰ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    Within a little, nearly: Ar. and P. ὀλγου, P. ὀλίγοῦ δεῖν, μικροῦ.
    Be within a little of: P. εἰς ὀλίγον ἀφικνεῖσθαι (infin.), παρὰ μικρὸν ἔρχεσθαι (infin.); see under Ace.
    Think little of: P. ὀλιγωρεῖν (gen.); see Despise.
    Not a little: P. and V. οὐχ ἥκιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Little

  • 3 мало-помалу

    мало-помалу
    нареч ὁλίγον κατ· ὁλίγον, λίγο-λίγο, σιγάσιγά, βαθμηδόν.

    Русско-новогреческий словарь > мало-помалу

  • 4 понемногу

    понемногу, понемножку
    нареч
    1. (небольшими долями, частями) λίγο λίγο, λιγουλάκι, ἀπό λίγο·
    2. (постепенно) σιγάσιγά, ἀγάλια-ἀγάλια, ὁλίγον κατ· ὁλίγον.

    Русско-новогреческий словарь > понемногу

  • 5 понемножку

    понемногу, понемножку
    нареч
    1. (небольшими долями, частями) λίγο λίγο, λιγουλάκι, ἀπό λίγο·
    2. (постепенно) σιγάσιγά, ἀγάλια-ἀγάλια, ὁλίγον κατ· ὁλίγον.

    Русско-новогреческий словарь > понемножку

  • 6 постепенио

    постепени||о
    нареч σιγά σιγά, βαθμηδόν, βαθμιαίως [-α], ὁλίγον κατ· ὁλίγον:
    делать что́-л. \постепенио κάμνω κάτι βαθμηδόν.

    Русско-новогреческий словарь > постепенио

  • 7 едва

    едва
    нареч
    1. (лишь только) μόλις:
    \едва рассвело, как мы тронулись в путь μόλις ξημέρωσε, ξεκινήσαμε·
    2. (с трудом) μόλις (καί μετά βίας):
    он \едва ходит μόλις καί μετά βίας περπατάει·
    3. (чуть) μόλις (καί) ἐλάχιστα:\едваосвещенная комната δωμάτιο πού μόλις φωτίζεται· \едва слышно μόλις κι ἀκούγεται· ◊ \едва не... παραλίγο, παρ' ὀλίγον, σχεδόν--μόλις καί μετά βίας· \едва ли не... πολύ πιθανό, διόλου ἀπίθανο (δτι)..., σχεδόν \едва ли εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο.

    Русско-новогреческий словарь > едва

  • 8 малодоходный

    малодоходный
    прил ὀλιγοπρόσοδος, ὁλίγον προσοδοφόρος.

    Русско-новогреческий словарь > малодоходный

  • 9 немного

    немного
    нареч в разн. знач. λίγο, ὁλίγον:
    \немного времени λίγο καιρό· \немного времени спустя μετά ἀπό λίγο· \немного раньше λίγο νωρίτερα· \немного меньше κατά τι λιγώτερο· \немного больше λίγο περισσότερο· \немного хлеба λίγο ψωμί· мне \немного ну́жно ἔχω ἀνάγκη ἀπό λίγα πράγματα

    Русско-новогреческий словарь > немного

  • 10 скорый

    скор||ый
    прил
    1. (быстрый) γοργός, γρήγορος, ταχύς:
    \скорый ход ἡ ταχυπορία· \скорыйыми шагами μέ γρήγορα βήματα·
    2. (близкий по времени) προσεχής, σύντομος:
    в \скорыйом времени σύντομα, σέ λίγον καιρό, ἐντός ὁλίγου, μετ' ὁλίγον ◊ \скорый поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· \скорыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· на \скорыйую ру́ку πρόχειρα, στά γρήγορα, στά πεταχτά· до \скорыйого свидания! καλή ἀντάμωση!

    Русско-новогреческий словарь > скорый

  • 11 спустя

    спустя
    предлог μετά ἀπό, ὕστερα ἀπό, μετά παρέλευσιν:
    \спустя несколько недель μετά ἀπό μερικές ἐβδομάδες· немного \спустя λίγο πιό ὕστερα, μετ' ὁλίγον.

    Русско-новогреческий словарь > спустя

  • 12 a near miss

    (something that is almost a hit, success etc.) παρ'ολίγον επιτυχία

    English-Greek dictionary > a near miss

  • 13 Ace

    subs.
    The whole army came within an ace of defeat: P. εἰς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα νικηθῆναι (Thuc. 4, 129).
    He came within an ace of being killed: P. παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ace

  • 14 Awhile

    adv.
    P. and V. τέως.
    For a while, for a little while: use P. and V. μικρὸν χρόνον, ὀλγον χρόνον, βραχὺν χρόνον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Awhile

  • 15 Close

    adj.
    Solid, dense: P. and V. πυκνός.
    Narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.
    Close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.
    Stifling: Ar. and P. πνιγηρός
    Secret: P. and V. κρυπτός, φανής, δηλος; see also Taciturn.
    Keep close: see Hide.
    Mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
    Evenly balanced (e.g., a close fight): P. and V. σόρροπος, P. ἀντίπαλος.
    I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρʼ ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plat., Ap. 36A).
    Near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see Near.
    Careful: see Attentive.
    Close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see Near.
    At close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συστάδον.
    ——————
    subs.
    Consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plat.), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
    End: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
    Cessation: P. and V. διλυσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    Put to: P. προστιθέναι.
    Fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
    Block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
    Bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see End.
    Close ( eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plat.), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
    Close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plat.), Ar. καταμύειν.
    Close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.
    Keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Eur., Cycl. 624); see also Shut.
    Close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.
    Close with, accept: P. and V. δέχεσθαι (acc.).
    Close with ( an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβαλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see Engage.
    V. intrans. Come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.
    Of combatants: P. and V. μχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.
    Shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Close

  • 16 Degree

    subs.
    Measure: P. and V. μέτρον, τό.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ.
    Amount: P. and V. πλῆθος, τό.
    Both in warmth and cold there are degrees both of more and less: P. ἐν τε τῷ θερμοτέρῳ καὶ ψυχροτέρῳ τὸ μᾶλλον τε καὶ ἧσσον ἔνι (Plat., Phil. 24B).
    To come to such a degree of: P. and V. εἰς τοσοῦτο φικνεῖσθαι or ἥκειν (gen.).
    To the last degree: P. εἰς τὸ ἔσχατον, V. εἰς τοὔσχατον.
    By degrees: Ar. and P. κατ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    ——————
    subs.
    Rank: P. and V. τάξις, ἡ, ἀξίωμα, τό.
    High degree, nobility: P. and V. εὐγένεια, ἡ, γενναιότης, ἡ, εὐδοξία, ἡ, τιμή, ἡ, δόξα, ἡ.
    Of high degree, adj.: P. and V. γενναῖος, εὐγενής (Plat.), εὔδοξος.
    Low degree, subs.; P. and V. δυσγένεια, ἡ (Plat.), δοξία, ἡ.
    Of low degree, adj.: P. ἄδοξος, Ar. and V. δυσγενής, P. and V. δόκιμος.
    Degree of relationship, subs.: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ (see Isae. 83), V. ἀγχιστεῖα, τά (Soph., Ant. 174).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Degree

  • 17 Detachment

    subs.
    Body of soldiers: P. and V. λόχος, ὁ, τάξις. ἡ.
    Quota: P. and V. μέρος. τό.
    Fight in detachments: P. κατʼ ὀλίγον μάχεσθαι.
    Sail in detachments: P. διάδοχοι πλεῖν.
    Aloofness: Ar. and P. ἀπραγμοσνη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Detachment

  • 18 Fragment

    subs.
    Part: P. and V. μέρος, τό, P. μόριον, τό.
    Fragment of: use P. ὀλίγον τι (gen.).
    Piece cut off: P. τμῆμα, τό, Ar. τόμος, ὁ.
    Pieces: P. περιτμήματα, τά.
    Piece torn off: V. θραῦσμα, τό, σπραγμα, τό, γή, ἡ.
    Morsel: P. ψωμός, ὁ (Xen.).
    My ship is shivered upon the rocks into countless fragments of wreckage: V. ναῦς δὲ πρὸς πέτρας πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων (Eur., Hel. 409).
    Fragments of wreck: P. and V. ναυγια, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fragment

  • 19 Gradually

    adv.
    Ar. and P. κατὰ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gradually

  • 20 Hold

    v. trans.
    Have: P. and V. ἔχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.).
    Occupy: P. and V. ἔχειν, κατέχειν.
    Contain, keep in: P. and V. στέγειν.
    Have room for: P. and V. χωρεῖν (acc.) (Eur., Hipp. 941).
    The city can't hold him ( isn't big enough for him): P. ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ (Dem. 579).
    Maintain, preserve: P. and V. φυλάσσειν, σώζειν.
    Stop, check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρκειν, ἐξερκειν, ἐρητειν.
    Grasp: P. and V. λαμβνειν, λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see grasp.
    Hold fast: see cling to.
    Be held fast: V. προσέχεσθαι (pass.) (Eur., Med. 1213).
    Consider, deem: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, γειν, V. νέμειν.
    Be held: P. and V. δοκεῖν.
    Hold (a feast, sacrifice, etc.): P. and V. γειν, ποιεῖν, τιθέναι.
    Hold a meeting: P. and V. σύλλογον ποιεῖν (or mid.).
    Hold an office: Ar. and P. ἄρχειν ἀρχήν, or ἄρχειν alone.
    Hold one's peace: P. and V. σιγᾶν, σιωπᾶν; see keep silence, under Silence.
    V. intrans. Remain firm: P. and V. μένειν.
    All that they put upon their shoulders held there without fastenings: V. ὅποσα δʼ ἐπʼ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετο (Eur., Bacch. 755).
    Maintain an opinion: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.
    Hold good: P. and V. μένειν, ἐμμένειν.
    Hold back: see Restrain.
    Hold by, abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).
    Hold down. — They held me down by the hair: V. κόμης κατεῖχον (Eur., Hec. 1166).
    Hold forth: see Offer.
    Make a speech: Ar. and P. δημηγορεῖν.
    Hold out, stretch forth: P. and V. προτείνειν (acc.), ἐκτείνειν (acc.), ὀρέγειν (Plat.).
    Hold out (hopes, etc.): P. and V. ποτείνειν (acc.), P. παριστάναι (acc.).
    Hold out ( as a threat): P. ἀνατείνεσθαι.
    Hold out ( as an excuse): P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319.), V. προτείνειν, P. προφασίζεσθαι.
    Hold out, not to yield: P. and V. ἀντέχειν, καρτερεῖν, φίστασθαι.
    Last: P. and V. ἀντέχειν, Ar. and P. ἀνταρκεῖν, P. διαρκεῖν.
    Hold out against: P. and V. ἀντέχειν (dat.), φίστασθαι (acc.), V. καρτερεῖν (acc.).
    Hold over: Ar. περέχειν (τί τινος).
    As threat: P. ἀνατείνεσθαί (τί τινι).
    Hold together, v. trans.: P. and V. συνέχειν; v. intrans.: P. συμμένειν.
    For a little while the alliance held together: P. ὀλίγον μὲν χρόνον συνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία (Thuc. 1, 18)
    Hold up: P. and V. νέχειν, Ar. and P. νατείνειν (Xen.); see Lift.
    Hold up ( as example): P. παράδειγμα ποιεῖσθαι (acc.).
    ——————
    interj.
    Stop: P. and V. ἐπίσχες, παῦε, Ar. and P. ἔχε, V. ἴσχε, σχές, παῦσαι (all 2nd pers. sing. of the imperative).
    ——————
    subs.
    Thing to hold by: P. ἀντιλαβή, ἡ.
    Get a hold or grip: P. ἀντιλαβὴν ἔχειν.
    Support: P. and V. ἔρεισμα, τό (Plat.).
    met., handle: ἀντιλαβή, ἡ, P. and V. λαβή, ἡ; see Handle, Influence.
    Custody: P. and V. φυλακή, ἡ.
    Lay hold of: P. and V. λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see Grasp.
    Hold ( of a ship): Ar. and V. ἀντλία, ἡ, P. ναῦς κοίλη (Dem. 883).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hold

См. также в других словарях:

  • ολίγον — το (βυζ. μουσ.) ένας από τους δέκα έμφωνους χαρακτήρες ποσότητας τής υποδιαίρεσης ανιόντες τής σύγχρονης σημειογραφίας τής βυζαντινής μουσικής …   Dictionary of Greek

  • ὀλίγον — ὀλίγος little masc acc sg ὀλίγος little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ τοῦ φοβεροῦ καὶ ὀλίγον ὑπονοστεῖ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνετον. — См. От великого до смешного один шаг …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τὠλίγον — ὀλίγον , ὀλίγος little masc acc sg ὀλίγον , ὀλίγος little neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՔՐ — (քու քուէ, քունք, քունց, քումբք.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. μικρός parvus, parvulus, paucus, pauxillus ἑλάττων, σσων minor ἑλάχιστος minimus. որ եւ ՓՈՔՐԻԿ. Նուազ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • Liste griechischer Phrasen/Chi — Chi Inhaltsverzeichnis 1 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ κύριος μετὰ σοῦ …   Deutsch Wikipedia

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱԿԱՒ — (ուց, ուց.) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ὁλίγος, η, ον, μικρός, ρά, ρόν paucus, a, um ὁλιγοστός perpaucus, paucissimus ἑλάττων, σσον, ἤττον, ἤσσον minor, minus βραχύς, χύ brevis, ve,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»