Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὀλύμπιοι

См. также в других словарях:

  • Ὀλύμπιοι — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Cleóstenes — (en griego Κλεοσθένης, Kleosthénēs ), fue un rey mítico de Pisa, en la antigua Élide.[1] Durante su reinado se estableció la tregua olímpica, por iniciativa de Ífitos, rey de Elis. A partir de una revelación del oráculo de Delfos, Cleóstenes,… …   Wikipedia Español

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • Κλειτίας — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειογράφος. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της εποχής του και συνεργάτης του –επίσης γνωστού– Αθηναίου αγγειοπλάστη Εργοτίμου. Άκμασε την εποχή κατά την οποία η ιωνική και η κορινθιακή τέχνη άρχισαν να… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • ολύμπιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί. 2. ολύμπιος, ο επίθ. του θεού Δία. 3. μτφ., ο όλος μεγαλείο, δοξασμένος, υπέροχος, επιβλητικός, ατάραχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»