-
1 ολομενος
-
2 ουλομενος
атт. ὀλόμενος 31) губительный, пагубный, роковой(μῆνις Ἀχιλῆος, ἄλοχος, φάρμακον Hom.; γῆρας Hes.; νοῦσος Pind.; αἱ τύχαι Aesch.)
2) погибший, злополучный(πλεῖστοι Ἑλλάνων Eur.)
ἵετε δάκρυ ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ Aesch. — лейте скорбные слезы над погибшим господином (т.е. над Агамемноном)
См. также в других словарях:
ὀλόμενος — ὄλλυμι destroy aor part mid masc nom sg οὐλόμενος accursed masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… … Dictionary of Greek