-
1 ολολυγμός
-
2 ὀλολυγμός
-
3 ὀλολυγμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-2-0-0=2 Is 15,8; Zph 1,10loud cry, wailingCf. CAIRD 1976, 80 -
4 ὀλολυγμός
ὀλολῡγ-μός, ὁ,A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods,ὀ. ἱρὸν.. παιώνισον A.Th. 268
;ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28
, cf. 595, E.Or. 1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323: pl., Epicur.Fr. 143, 419 ; song of triumph,ἐφυμνῆσαι.. ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch. 387
(lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλολυγμός
-
5 ολολυγμοίς
-
6 ὀλολυγμοῖς
-
7 ολολυγμοίσιν
-
8 ὀλολυγμοῖσιν
-
9 ολολυγμού
-
10 ὀλολυγμοῦ
-
11 ολολυγμοί
-
12 ὀλολυγμοί
-
13 ολολυγμούς
-
14 ὀλολυγμούς
-
15 ολολυγμώ
-
16 ὀλολυγμῷ
-
17 ολολυγμών
-
18 ὀλολυγμῶν
-
19 ολολυγμόν
-
20 ὀλολυγμόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀλολυγμός — loud cry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολολυγμός — ο (Α ὀλολυγμός) [ολολύζω] ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.) 2. θριαμβευτικό άσμα … Dictionary of Greek
ὀλολυγμοῖς — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοῖσιν — ὀλολυγμός loud cry masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοί — ὀλολυγμός loud cry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμοῦ — ὀλολυγμός loud cry masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμούς — ὀλολυγμός loud cry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμῶν — ὀλολυγμός loud cry masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμῷ — ὀλολυγμός loud cry masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγμόν — ὀλολυγμός loud cry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλαγμός — ο (Α ἀλαλαγμὸς) [ἀλαλάζω] δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς αρχ. δυνατός θόρυβος από φωνές ή ήχους, ακόμη και κραυγή οδύνης, ολολυγμός … Dictionary of Greek