-
1 ολοεργέσιν
-
2 ὀλοεργέσιν
См. также в других словарях:
ὀλοεργέσιν — ὀλοεργής ruinous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ολοεργέσιν
2 ὀλοεργέσιν
ὀλοεργέσιν — ὀλοεργής ruinous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)