-
1 ὀλισθράζω
См. также в других словарях:
ολισθράζω — ὀλισθράζω (Α) ολισθαίνω, γλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστ. ενεστ. από το θ. ὀλισθ τού ὀλισθάνω (πρβλ. ολιβράζω)] … Dictionary of Greek
ὀλισθράζοντα — ὀλισθράζω pres part act neut nom/voc/acc pl ὀλισθράζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλισθράζων — ὀλισθράζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίσθρημα — ὀλίσθρημα, τὸ (Α) [ολισθράζω] 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. στον πληθ. τὰ ὀλισθρήματα κολακευτικά λόγια … Dictionary of Greek