-
1 οδόντ'
ὀδόντα, ὀδούςtooth: masc acc sgὀδόντα, ὀδούςtooth: masc acc sgὀδόντι, ὀδούςtooth: masc dat sgὀδόντι, ὀδούςtooth: masc dat sgὀδόντε, ὀδούςtooth: masc nom /voc /acc dualὀδόντε, ὀδούςtooth: masc nom /voc /acc dualὀδόντα, ὀδώνtooth: masc acc sgὀδόντι, ὀδώνtooth: masc dat sgὀδόντε, ὀδώνtooth: masc nom /voc /acc dual -
2 ὀδόντ'
ὀδόντα, ὀδούςtooth: masc acc sgὀδόντα, ὀδούςtooth: masc acc sgὀδόντι, ὀδούςtooth: masc dat sgὀδόντι, ὀδούςtooth: masc dat sgὀδόντε, ὀδούςtooth: masc nom /voc /acc dualὀδόντε, ὀδούςtooth: masc nom /voc /acc dualὀδόντα, ὀδώνtooth: masc acc sgὀδόντι, ὀδώνtooth: masc dat sgὀδόντε, ὀδώνtooth: masc nom /voc /acc dual -
3 ὀδοντ-αγωγόν
ὀδοντ-αγωγόν, τό, Zahnzieher, sp. Medic.
-
4 ὀδοντ-αλγέω
ὀδοντ-αλγέω, Zahnweh haben, Ctes. Ind. 15.
-
5 ὀδοντ-αλγία
ὀδοντ-αλγία, ἡ, das Zahnweh, Sp.
-
6 ὀδοντ-άγρα
ὀδοντ-άγρα, ἡ, Zahnzange, zum Ausziehen der Zähne; Arist. Mechan. 22; Plut. tranq u. an. 7.
-
7 ὀδοντάγρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντάγρα
-
8 ὀδονταγωγόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδονταγωγόν
-
9 ὀδονταλγέω
A suffer from toothache, Ctes.Fr.57.15, Dsc.Eup.1.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδονταλγέω
-
10 ὀδονταλγία
ὀδοντ-αλγία, ἡ,A toothache, Id.3.19 (pl.), Poll.2.96, Gal.10.82, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδονταλγία
-
11 ὀδοντάριον
ὀδοντ-άριον, τό,A small cog, Heliod. ap. Orib.49.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντάριον
-
12 ὀδοντίασις
A teething, Dsc.2.19 (pl.), Sor. 1.118 (sg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντίασις
-
13 ὀδοντίας
A dentiosus, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντίας
-
14 ὀδοντιάω
A cut teeth, Gal.12.334, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντιάω
-
15 ὀδοντίζω
A polish with a tooth, PLeid.X.8 B., al., PHolm.4.40 (so, charta dentata, Cic. QF2.14[15b].1, cf. Plin.HN13.81).II furnish with teeth, in [voice] Pass., ὠδοντισμένον a cogged wheel, Orib.49.4.43 ; cf. gloss on ἀμφόδοντα in Hp.Art.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντίζω
-
16 ὀδοντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντικός
-
17 ὀδόντισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδόντισμα
-
18 ὀδοντισμός
ὀδοντ-ισμός, ὁ, a mode of playing the flute, in which theGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντισμός
-
19 ὀδοντίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντίς
-
20 ὀδοντᾶς
A dentatus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδοντᾶς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀδόντ' — ὀδόντα , ὀδούς tooth masc acc sg ὀδόντα , ὀδούς tooth masc acc sg ὀδόντι , ὀδούς tooth masc dat sg ὀδόντι , ὀδούς tooth masc dat sg ὀδόντε , ὀδούς tooth masc nom/voc/acc dual ὀδόντε , ὀδούς tooth masc nom/voc/acc dual ὀδόντα , ὀδών tooth masc acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
polyodont — adjective or noun see polyodon * * * polyodont, a. and n. Zool. (ˈpɒlɪədɒnt) [ad. mod.L. Polyodon, ont (Lacépède 1798), generic name, ad. Gr. πολυόδους, οδοντ having many teeth, f. πολυ , poly + ὀδοντ stem of ὄδους … Useful english dictionary
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… … Dictionary of Greek
ζωδιωτός — ζῳδιωτός, ή, όν (Α) ζωωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αρθρ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ζωωτός — ζῳωτός, όν, θηλ. και ή (Α) αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… … Dictionary of Greek