-
1 ιητηρ
-
2 ιατηρ
(νόσων Pind., Theocr.; κακῶν Hom., Soph.; πένθεος Anth.)
ἰητῆρ΄ ἀγαθώ, Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων Hom. — два прекрасных врача, Подалирий и Махаон -
3 αγαθος
3(ᾰγ) (compar. ἀμείνων, βελτίων, κρείσσων, λωΐων, λῴων, поэт. тж. ἀρείων, βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος; superl. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος, λῷστος, поэт. тж. βέλτατος, φέριστος, φέρτατος, κάρτιστος)1) хороший, отличный(ἰητήρ, θεράπων Hom.)
ἀ. τι Hom., Her., Plat., εἴς и πρός τι Plat., περί τι Lys., ἔν τινι Plat. и ποιεῖν τι Hes., Plat. — искусный (отличившийся) в чем-л.2) добрый, благой(δαίμων Arph.; θεός Plut.)
καλὸς κἀγαθός Plat. — нравственно (духовно) совершенный;ὦ ΄γαθέ! Plat. — ах, мой милый!3) доблестный, храбрый(Ἀχιλλεύς Hom.)
βοέν ἀ. Hom. — славный в бою4) благородный, знатный Hom., Pind., Soph., Eur.
См. также в других словарях:
ιητήρ — ἰητήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επικ. τ.) βλ. ιατήρ … Dictionary of Greek
ἰητῆρ' — ἰ̱ητῆρα , ἰατήρ j masc acc sg (epic ionic) ἰ̱ητῆρι , ἰατήρ j masc dat sg (epic ionic) ἰ̱ητῆρε , ἰατήρ j masc nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰητήρ — ἰ̱ητήρ , ἰατήρ j masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμαίομαι — ἐπιμαίομαι (Α) 1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.) 2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.) 3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek
ιατήρ — ἰατήρ, επικ. τ. ἰητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ἰάτειρα, Α και ιων. τ. ἰήτειρα (Α) 1. ο γιατρός 2. θεραπευτής («ἰητῆρα κακῶν», Ομ. Οδ.) 3. σωτήρας, λυτρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, ώμαι ο τ. ιατήρ μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή ijate] … Dictionary of Greek