-
41 πυρι-λαμπίς
πυρι-λαμπίς, ίδος, ἡ, Feuerwurm, Johanniswurm, vgl. πυγολαμπίς, λαμπυρίς.
-
42 πυργῶτις
-
43 πυρο-λαβίς
πυρο-λαβίς, ίδος, ἡ, Feuerfasserinn, Feuerzange (?).
-
44 πυελίς
πυελίς, ίδος, ἡ, am Siegelringe der Kasten, in welchem der Stein sitzt, die Fassung des Steines, σφραγιδοφυλάκιον, Ar. u. Lys. bei Harpocration.
-
45 πυξίς
-
46 πυλίς
-
47 πυλᾶτις
πυλᾶτις, ιδος, ἡ, poet. fem. zu πύλαιος; πυλάτιδες ἀγοραί Soph. Tr. 636; Hesych. ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγομένην Πυλαίαν.
-
48 πυῤῥαλίς
πυῤῥαλίς, ίδος, ἡ, ein röthlicher Vogel, wahrscheinlich eine wilde Taubenart; Arist. H. A. 9, 1; Ath. IX, 394 d; auch πυραλίς u. πυραλλίς geschrieben; – ἐλαῖαι πυῤῥαλίδες od. πυραλλίδες, röthliche od. goldgelbe Oliven, Sp.
-
49 πότις
-
50 παρ-ωτίς
-
51 παρ-ωκεανῖτις
παρ-ωκεανῖτις, ιδος, ἡ, fem. zu παρωκεανΐτης, mit u. ohne γῆ, Pol. 34, 5, 6 D. Sic. 5, 41 u. A.
-
52 παρ-ωλενίς
παρ-ωλενίς, ίδος, ἡ, neben ὠλενίς angeführt von Poll. 10, 170.
-
53 παρα-προς-ωπίς
παρα-προς-ωπίς, ίδος, ἡ, Larve, Eust. 1281, 2.
-
54 παρα-πυλίς
παρα-πυλίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, Heliod. 8, 12.
-
55 παρα-στροφίς
παρα-στροφίς, ίδος, ἡ, = Vorigem, Hesych. v. ἐπίξυλον.
-
56 παρα-στιχίς
παρα-στιχίς, ίδος, ἡ, das daneben od. an die Seite Geschriebene, bei D. L. 5, 93 = ἀκροστιχίς, das Wort, welches die ersten Buchstaben der einzelnen Reihen eines Gedichtes bilden; vgl. Gell. N. A. 14, 6.
-
57 παρα-στάτις
παρα-στάτις, ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.
-
58 παρα-σφαγίς
παρα-σφαγίς, ίδος, ἡ, der Theil neben der Kehle, Poll. 2, 133.
-
59 παρα-φυλλίς
παρα-φυλλίς, ίδος, ἡ, der Nebenschößling, bes. bei den Weinstöcken, Sp.
-
60 παρ-ευνέτις
παρ-ευνέτις, ιδος, ἡ, Bettgenossinn, Nonn. D. 8, 243.
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek