-
1 ἶδος
ἶδος, τό, der Schweiß, Hippocr.; die Sommerhitze, welche Schweiß auspreßt, Hes. Sc. 397, wie D. Per. 966.
-
2 ἶδος
ἶδος, τό, der Schweiß; die Sommerhitze, welche Schweiß auspreßt -
3 κεραμίς
κεραμίς, ίδος, ἡ, ion. ῖδος ( Drac. 45, 25; vgl. Nonn. 16, 162), das aus Töpfererde, Thon Gemachte; – a) Dachziegel; Ar. Vesp. 206; κατέβαλε ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα Thuc. 3, 22; Xen. Hell. 6, 5, 9; auch ἀργυραῖ, Pol. 10, 27, 10; ταῖς ἐκ μολίβου ποιηϑείσαις κεραμίσιν bei Ath. V, 207 a; vgl. D. Sic. 12, 41. – b) Gefäß; Ath. XIV, 621 a auch εἰς μολυβδίνην κεραμίδα ἐμβαλὼν κατεπόντωσε. – c) Mit u. ohne γῆ, Töpfererde, -thon; Plat. Critia. 111 d; ὦ γαῖα κεραμί Araros bei Ath. XI, 471 e.
-
4 κᾱρίς
-
5 μαινίς
-
6 ἀρνίς
ἀρνίς, ίδος, ἡ, Fest in Argos zum Andenken an den von Hunden zerrissenen Linus, an welchem Hunde todtgeschlagen wurden, Conon. 19; auch ἀρνηίς, ίδος, Ael. H. A. 12, 34. Vgl. κυνοφόντις.
-
7 ἐνναέτις
-
8 ἐπιδερμίς
ἐπι-δερμίς, ίδος, ἡ, u. ἐπι-δερματίς, ίδος, ἡ, die Oberhaut; Schwimmhaut der Wasservögel -
9 εὖνις
εὖνις, ιδος, ἡ, Gattin--------------------------------εὖνις, ιος u. ιδος, beraubt, τινός, ὅς μ' υἱῶν εὖνιν ἔϑηκε, beraubte mich; verwaist, verwitwet -
10 ἐφαπτίς
-
11 καιρωστίς
καιρωστίς, ίδος, ἡ, u. καιρωστρίς, ίδος, ἡ, die Weberin -
12 κασωρίς
-
13 λεπτίς
-
14 μηλωτρίς
-
15 νυσσηῗτις
-
16 σχοινίς
-
17 πρωκτο-πεντ-ετηρίς
πρωκτο-πεντ-ετηρίς, ίδος, ἡ, Steißessünsjahrseier, Ar. Pax 841, Schol. παρόσον διὰ πενταετηροῦς χρόνου ἤγοντο αἱ ϑεωρίαι τῶν Διονυσίων.
-
18 πρό-φαντις
πρό-φαντις, ιδος, ἡ, = προφῆτις, Pol. 1, 14.
-
19 πρόκνις
-
20 πρασο-κουρίς
πρασο-κουρίς, ίδος, ἡ (κείρω), eine Raupe, die den Lauch u. anderes Gartenkraut abfrißt; Arist. H. A. 5, 19; Theophr. u. Folgde. Vgl. noch Strattis bei Ath. II, 69 a.
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek