-
121 τείχισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τείχισμα
-
122 τεμένισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεμένισμα
-
123 τερέτισμα
A a humming, twanging,φορμίγγων Diog.
ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr. 200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch.II metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo. 83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33;τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τερέτισμα
-
124 τετραγώνισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραγώνισμα
-
125 τύκισμα
A a working of stones, in pl., κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr. 814 (lyr.);λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3
, cf.HF 1096.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύκισμα
-
126 φαύλισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαύλισμα
-
127 φενάκισμα
A s.v. πηληκίσματα:τὰ περὶ τοῦ ἀγαθοῦ φ. Socr.Ep.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φενάκισμα
-
128 φλόγισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλόγισμα
См. также в других словарях:
ἵσμα — foundation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσμα — (I) ἵσμα, τὸ (Α) [ίζω] θεμέλιο, ίδρυμα, κτίσμα. (II) ἴσμα, τὸ (Α) βλ.ἴσθμα … Dictionary of Greek
μουντάρισμα — το αιφνίδια επίθεση εναντίον κάποιου, εφόρμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουντάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, λιντσάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
μπουκάρισμα — το ορμητική είσοδος ή έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρ ισμα, παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
πιαντάρισμα — το, Ν το γυάλισμα και η όλη σχετική κατεργασία τής πιάντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιαντάρω + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κορνάρ ισμα, φρενάρ ισμα] … Dictionary of Greek
λιμάρισμα — το 1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση 2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε ισμα (πρβλ. ακόν ισμα)] … Dictionary of Greek
ρεμιζάρισμα — το, Ν η στάθμευση οχήματος σε κατάλληλο χώρο, κν. παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεμιζάρω + κατάλ. ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ρεφιλάρισμα — το, Ν λέπτυνση τών άκρων τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφιλάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σεντράρισμα — το, Ν (στο ποδόσφαιρο) η εκτέλεση σέντρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεντράρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σερβίρισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek