-
101 ἱππο-μολγία
ἱππο-μολγία, ἡ, u. ἱππομολγός, = ἱππημολγία, ἱππημολγός, Sp.
-
102 ἱππο-μάραθρον
ἱππο-μάραθρον, τό, großer, wilder Fenchel, Sp.
-
103 ἱππο-βάτης
ἱππο-βάτης, ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. ἐπιβήτωρ), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις).
-
104 ἱππο-μάχος
ἱππο-μάχος, zu Pferde kämpfend; Simonid. 43 (VI, 2); Luc. Macrob. 17.
-
105 ἱππο-βάμων
ἱππο-βάμων, ονος, 11 zu Roß einherziehend, στρατός Aesch. Prom. 807; von den Centauren, Soph. Tr. 1085; auch ἱπποβάμοσι καμήλοις, die wie die Pferde gehen, traben, Aesch. Suppl. 281. – 2) übertr., hochtrabend, ῥήματα Ar. Ran. 821.
-
106 ἱππο-θυτέω
ἱππο-θυτέω, Pferde opfern, Strab. XI, 513.
-
107 ἱππο-θόρος
ἱππο-θόρος, ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. νόμος, ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.
-
108 ἱππο-λεχής
ἱππο-λεχής, ές, ein Pferd geboren habend, Orak. bei Paus. 8, 42, 4.
-
109 ἱππο-λειχήν
ἱππο-λειχήν, ῆνος, ὁ, eine Art Flechte, Roßmoos, Schol. Nic. Th. 945.
-
110 ἱππο-λοφία
ἱππο-λοφία, ἡ, Roßmähne, Sp.
-
111 ἱππο-λάπαθον
ἱππο-λάπαθον, τό, ein Kraut, Roßampfer, Diosc.
-
112 ἱππο-θήλης
ἱππο-θήλης, ὁ, der von einer Stute gesäugte Esel, der nachher zum Beschälen der Stuten gebraucht wird, Arist. H. A. 6, 23.
-
113 ἱππο-ίατρος
ἱππο-ίατρος, ὁ, = ἱππίατρος, Ueberschrift des Ep. ad. 583 ( Plan. 271).
-
114 ἱππο-βήτης
ἱππο-βήτης, ὁ, bei Her. 5, 77 f. L. für ἱπποβόται.
-
115 ἱππο-νώμας
ἱππο-νώμας, ὁ, Rosselenker; Eur. Hipp. 1399; Helios, Ar. Nubb. 571.
-
116 ταραξ-ιππό-στρατος
ταραξ-ιππό-στρατος, die Schaar der Ritter in Unruhe, Verwirrung oder Furcht bringend, so heißt Kleon, Ar. Equ. 247.
-
117 τεθρ-ιππο-τρόφος
τεθρ-ιππο-τρόφος, ein Viergespann od. vier Pferde zu einem Gespann nährend, haltend, Her. 6, 35.
-
118 τεθρ-ιππο-τροφέω
τεθρ-ιππο-τροφέω, vier Pferde zu einem vierspännigen Wagen nähren, halten, Her. 6, 125.
-
119 τεθρ-ιππο-βάτης
τεθρ-ιππο-βάτης, ὁ, der ein Viergespann bestiegen hat und damit fährt, Beiwort der Kvrenäer bei Her. 4, 170.
-
120 τεθρ-ιππο-βάμων
τεθρ-ιππο-βάμων, ονος, ὁ, = Folgdm, στόλος, Eur. Or. 990.
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek
ιππότιγρις — ἱππότιγρις, ἱγριδος, ὁ (Α) είδος τίγρης με μεγάλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο σέλινον] … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek