-
1 συστέλλω
A draw together: shorten sail, (lyr.): Com. metaph.,συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq. 432
; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19;σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA 660a23
; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— [voice] Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA 701b15, Pr. 949a17, Sor. 1.7;τὸν ἀέρα.. τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50
;συνέσταλται.. τὸ θερμόν Id.Ign.13
;σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14
;εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3
; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16;ἐς βραχύ Luc.Icar.12
;τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20
; βραχίονας καὶ καρποὺς.. ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; - όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.2 contract, reduce, ; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα ς. D.18.246;σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al. 1423b24
;τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2
;τὴν ῥύσιν Sor.2.41
;τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2
:—[voice] Pass., draw cowering together,συσταλέντες.. σιγῇ καθήμεθ' E.IT 295
; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4;ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11
, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).b deprive of all food and drink,συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15
, cf. 86.3 humble, abase, τάτοι μέγιστα πολλάκις θεὸς.. συνέστειλεν E.Fr. 716
; ταπεινοῦντα καὶ ς. Pl.Ly. 210e;αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85
; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9
, 10:— [voice] Pass., to be lowered or cast down,συνέσταλμαι κακοῖς E.HF 1417
, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont.
ap. Ath.12.512b.4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 ([voice] Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.5 [ ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.II wrap closely up, shroud, , cf. Luc.Im.7:—[voice] Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib. 486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V. 424 (troch.), cf. Lys. 1042 (troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστέλλω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский