-
1 ισκω
I(= ἐΐσκω См. εισκω)(только praes.)
1) делать похожим, уподоблять2) (по ошибке) приниматьἴ. τινά τινι Hom. — принимать кого-л. за кого-л
3) думать, полагать Anth.II(только impf. ἴσκον) говорить, высказывать(ἴσκον τοιάδε πολλά Theocr.)
ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων, ἐτύμοισιν ὁμοῖα Hom. — (Одиссей) наговорил много лжи, похожей на правду;ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ Hom. — каждый подумал (досл. сказал себе)
См. также в других словарях:
ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… … Dictionary of Greek