-
41 πταμενος
-
42 летать
πετώ, ίπταμαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > летать
-
43 пролетать
πετώ, ίπταμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пролетать
-
44 взлетать
взлетатьнесов, взлететь сов πετώ, ἀνυψοῦμαι, ΐπταμαι/ ἀβ. ἀπογειώνομαι:\взлетать высоко πετώ ψηλά· ◊ взлететь на воздух (взорваться) τινάζομαι στον ἀέρα. -
45 лететь
лет||етьнесов1. прям., перен πετώ, Ιπταμαι·2. перен (мчаться) πετώ:\лететь стрелой πετώ σάν σαίτα· \лететь на всех парах τρέχω μ'όλη τήν ταχύτητα·3. перен (о времени) περνώ:дии \лететьят περνοῦν οἱ μέρες. -
46 пролетать
пролетатьнесов, пролететь сов1. πετώ, Ιπταμαι:самолет пролетел над нами τό ἀεροπλάνο πέταξε ἀπό πάνω μας·2. перен περνώ (γρήγορα):пролетели годы πέρασαν γρήγορα τά χρόνια. -
47 ίπταμ'
-
48 ἵπταμ'
-
49 летать
[λιτάτ'] ρ. πετάω, ίπταμαι -
50 летать
[λιτάτ'] ρ πετάω, ίπταμαι -
51 влететь
влечу, влетишь, ρ.σ.1. πετώ, φτερουγίζω, ίπταμαι•ласточки -ли в открытое окно τα χελιδόνια πέταξαν μέσα από το ανοιχτό παράθυρο.
2. μτφ. μπαίνω μέσα βιαστικά•брат -ел в комнату ό αδερφός πετάχτηκε στο δωμάτιο.
3. απρόσ. τιμωρούμαι, μου βγαίνει ξινό, υφίσταμαι τα επακόλουθα της κακής μου διαγωγής, ανομιών, κακών πράξεων κλπ. -
52 долететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. πετώ, ίπταμαι ως.2. διαδίδομαι, φτάνω ως (για ήχο^ μυρουδιά κλπ.). -
53 лететь
лечу, летишьρ.δ.1. πετώ, ίπταμαι•журавли -ят οι γερανοί πετούν•
самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.
2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•
искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.
3. πέφτω•лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•
-ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.
4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.
6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•акции -ят οι μετοχές πέφτουν.
-
54 проплыть
ρ.σ.1. κολυμπώ, διανύω απόσταση κολυμπώντας•проплыть до середины реки κολυμπώ ως τη μέση του ποταμού•
проплыть пятьсот метров κολυμπώ πεντακόσια μέτρα.
2. περνώ, διαβαίνω κολυμπώντας•проплыть маяк κολυμπώντας περνώ το φάρο.
3. πετώ (ϊπταμαι) ομαλά, ήρεμα. || περνώ ομαλά.4. μτφ. περνώ αλληλοδιαδόχως.5. πλέω (για ένα χρον. διάστημα). -
55 πέτομαι
Aπέτεαι Anacr.9
: [tense] impf. ἐπετόμην, [dialect] Ep. πετ- Il.5.366, etc.: [tense] fut. , cf. 1126 ( ἀπο-); shortd. πτήσομαι (ἐκ-) Id.V. 208, and always in early Prose, ( ἀνα-) Pl.Lg. 905a, al., Aeschin.3.209, ( ἐπι-) Hdt.7.15 (mostly in compds., but πτήσεσθαι in later Prose, Lib.Or.2.27): [tense] aor. ἐπτόμην, inf.πτέσθαι S.OT17
; elsewh. in compds., ( ἐπι-) Il.4.126, (ἀν-) Antipho Fr.58, etc.; freq. also ἐπτάμην, Il.13.592, E.Hel.18, ( παρ-) Semon.13, (ἐς-) Hdt.9.100; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.πτάτο Il.23.880
, inf. πτάσθαι ( δια-) E.Med.1, part.πτάμενος Il.5.282
, 22.362, etc. (in codd. of Pl. forms of ἐπτόμην in compds. predominate over those from ἐπτάμην; δι-έπτατο is found in codd. of Ar. V. 1086, ἐκ-πτόμενος folld. byκατ-έπτατο Id.Av. 788
sq.; ἀν-επτάμαν is prob. in S.Aj. 693 (lyr.), προς-έπτατο ib. 382); subj. πτῆται for πτᾶται, Il.15.170: also [tense] aor. of act. form ἔπτην, ἔπτης, IG14.2550, Luc. Trag.218,ἔπτη Batr.208
, Nonn.D.2.223, al., Anacreont.22.3 ; opt.πταίης AP5.151
(Mel.); part. , Hdn.Gr.1.532; elsewh. only in compds., (δι-) IG3.1386, (ἐξ-) Hes.Op.98, (ἀν-) S.Ant. 1307, E.Med. 440, ( προς-) A.Pr. 115, ( ὑπερ-) S.Ant. 113 (Trag. only in lyr.): [tense] pf. πέπτηκα only as a coinage in Choerob. in Theod.2.79, elsewh. πεπότημαι (v. ποτάομαι): [tense] aor. [voice] Pass. ( εἰς-), LXX Ps.17(18).10, Ho.9.11 (ἐξ-), Sotion p.186 W., D.S.4.77 (ἐξ-): [tense] fut. [voice] Pass.πετασθήσομαι LXX Hb.1.8
.—The only [tense] pres. in Hom. and [dialect] Att. Prose is πέτομαι; [full] πέταμαι is used by Sapph.Supp.10.8, Simon. 30, Pi.P.8.90, N.6.48, E. Ion 90 (anap.), AP11.208 (Lucill.), and in later Prose, as Arist.IA 709b10, HA 609a14 ( περι-), cf. Moer.p.311 P.; noted as archaic by Luc.Pseudol.29: [tense] aor. imper.πέτασσαι Anacreont. 14.2
; [full] ἵπταμαι (q. v.) is first found in late writers, Mosch.3.43, Babr. 65.4, etc. (mostly in compds., cf. ἐξίπταμαι; ἀφίπτατο in E.IA 1608 is spurious), and is censured by Luc.Lex.25, Sol.7 :— fly, of birds, Il. 12.207, 13.62, Od.2.147, etc.; of bees, gnats, etc., Il.2.89, Hdt.2.95; of a departing spirit,ψυχὴ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει Il.22.362
;ἐκ μελέων θυμὸς πτάτο 23.880
: metaph., of young children, ; also of arrows, javelins, etc., Il.20.99, etc.; ὀλοοίτροχος.. ἀναθρῴσκων π. 13.140 (but ἐκ χειρῶν ἔπτατ' ἐρετμά, τεύχεα fell suddenly.., Od.12.203, 24.534); of any quick motion, dart, rush, of men, Il.13.755, 22.143, etc.; of horses,μάστιξεν δ' ἐλάαν, τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην 5.366
, cf. 768, etc.; of chariots, Hes.Sc. 308; of dancers, E.Cyc.71 (lyr.); πέτον fly! i.e. make haste! Ar.Lys. 321; ἔχρην πετομένας ἥκειν πάλαι ib.55 ;πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι Pl.R. 567d
, cf. 467d; πέτονται.. ἐπὶ ταῦτ' ἄκλητοι, of parasites, Antiph.229.II metaph. and proverbial usages:—to be on the wing, flutter, of uncertain hopes, ἐξ ἐλπίδος π. Pi.P.8.90; π. (lyr.); of fickle natures, ; ἐφ' ἕτερον π. Ar.Ec. 899; ὄρνις πετόμενος a bird ever on the wing, Id.Av. 169; πετόμενόν τινα διώκεις 'you are chasing a butterfly', Pl.Euthphr.4a, cf. Arist.Metaph. 1009b38; of fame, fly abroad,πέταται τηλόθεν ὄνυμ' αὐτῶν Pi.N.6.48
.2 c. dat., πτάμενος νοήματι flying in mind, Id.Fr.122.4. (Cf. πίπτω, Skt. pátati 'fly', 'fall', Lat. prae-pes, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτομαι
-
56 συμπαρίπταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαρίπταμαι
-
57 συμπεριίπταμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριίπταμαι
-
58 ἐπανίπταμαι
A = ἐπαναπέτομαι, Man. 5.220.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανίπταμαι
-
59 ὑπερπέτομαι
ὑπερπέτομαι, also [suff] ὑπερπερισς-πέταμαι, [suff] ὑπερπερισς-ίπταμαι (qq.v.): [dialect] Ep. [tense] aor. -πτάμην, in ProseA : [tense] aor. [voice] Act.- έπτην S.Ant.
(v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also - επετάσθην (v. infr.): (v. πέτομαι):—fly over, of a spear,ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408
, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.HA 541a28, Philostr.VA2.10: [tense] aor. [voice] Act.,ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.Ant. 113
(anap.).2 c. acc., fly over or beyond,ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192
; of birds,ὑ. τὸ ὄρος Arist.HA 597a12
; , cf. Luc.Rh.Pr.6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.Pomp.25.3 metaph., skip over,εἴδη καὶ γένη Ph.1.165
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπέτομαι
-
60 ἀμφίπταμαι
См. также в других словарях:
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
ἵπταμαι — πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵπταμ' — ἵπταμαι , πέτομαι fly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
εκπετάζω — ἐκπετάζω (Μ) 1. πετώ, ίπταμαι 2. ορμώ 3. (για τα χέρια) απλώνω («τὰς χεῑρας ἐκπετάσας») 4. (για εξώστη) προεξέχω, προβάλλω … Dictionary of Greek
εξίπταμαι — ἐξίπταμαι (AM) πετώ μακριά ή πετώ προς τα έξω («ἤ ποιεῑ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ίπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek
εφίπταμαι — ἐφίπταμαι (Α) μτγν. τ. ενεστ. τού ἐπιπέτομαι*, πετώ πάνω από κάποιον ή από κάτι, πετώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μεθίπταμαι — (Α) μεταβαίνω σε κάποιο τόπο πετώντας, πετώ αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵπταμαι] … Dictionary of Greek
μετεωροποιώ — μετεωροποιῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροποιός] μσν. ίπταμαι, πετώ αρχ. ανυψώνω, εγείρω … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek