-
1 dangle
['dæŋɡl](to (cause to) hang loosely: She dangled her scarf out of the car window.) κρέμω,κουνώ/-ιέμαι -
2 keep away
(to (cause to) remain at a distance: Keep away - it's dangerous!) διατηρώ απόσταση, κρατώ/-ιέμαι μακριά -
3 rock
I [rok] noun1) ((a large lump or mass of) the solid parts of the surface of the Earth: The ship struck a rock and sank; the rocks on the seashore; He built his house on solid rock.) πέτρα, βράχος2) (a large stone: The climber was killed by a falling rock.) κοτρόνα3) (a type of hard sweet made in sticks: a stick of Edinburgh rock.) σκληρή καραμέλα•- rockery- rocky
- rockiness
- rock-bottom
- rock-garden
- rock-plant
- on the rocks II [rok] verb1) (to (cause to) swing gently backwards and forwards or from side to side: The mother rocked the cradle; This cradle rocks.) λικνίζω/-ομαι, κουνώ, κουνιέμαι2) (to swing (a baby) gently in one's arms to comfort it or make it sleep.) νανουρίζω3) (to shake or move violently: The earthquake rocked the building.) ταρακουνώ/-ιέμαι•- rocker- rocky
- rockiness
- rocking-chair
- rocking-horse
- off one's rocker III [rok]((also rock music) music or songs with a strong, heavy beat and usually a simple melody: She likes rock; ( also adjective) a rock band.) ροκ -
4 влепить
-плю, -пишь, ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα πλάθοντας.2. μτφ. κολλώ• χτυπώ με δύναμη•он -ил в него снежком του κόλλησε μια χιονόσφαΐρα•
он -ил ему пощечину του έδοσε (κατάφερε) ένα μπάτσο.
3. δίνω, βάζω, επιβάλλω•-ли ему 8 лет каторги τού ‘δοσαν 8 χρόνια κάτεργα•
ему -ли четверку по поведению του κόλλησαν διαγωγή „καλή".
κολλώ, -ιέμαι•снежок -лся в стену η χιονόσφαιρα κόλλησε στον τοίχο.
-
5 жевать
жую, жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. жеванный, ρ.δ.μ.1. μασώ•жевать кусок хлеба μασώ ένα κομμάτι ψωμί•
лошадь -ет сено το άλογο μασά το χορτάρι.
2. μτφ. συζητώ, εξετάζω πολύ χρόνο το ίδιο ζήτημα.μασώ, -ιέμαι. -
6 облезть
-
7 отпрыгнуть
-ну, -нешьρ.σ.1. αναπηδώ, ανατινάσσομαι, αναπετ ιέμαι.2. (προσκρούοντας) τινάζομαι, πετάγομαι•мяч -ул от стены το τόπι τινάχτηκε προς τα πίσω από τον τοίχο.
-
8 переклеивать
-
9 подсчитывать
-
10 разлезться
-лезетоя, παρλθ. χρ. разлезся, -лась, -лосьρ.σ. (απλ.).σχίζομαι• ξηλώνω, -ομαι• ξεφτώ, -ιέμαι•платье -лось το φόρεμα φθάρθηκε τελείως.
-
11 сдержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ, αντέχω, βαστώ•этот канат может сдержать пятьсот килограммов αυτή η χοντρή τριχία μπορεί να κρατήσει, πεντακόσια κιλά.
|| δεν αθετώ•сдержать слово κρατώ το λόγο.
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω•сдержать натиск противника συγκρατώ την πίεση του αντίπαλου•
сдержать лошадей συγκρατώ τα άλογα•
περιορίζω•сдержать шаг συγκρατώ το βάδισμα•
сдержать смех συγκρατώ τα γέλια•
сдержать слзы συγκρατώ τα δάκρυα.
(συγ)κρατ ιέμαι•он хотел что-то сказать, но -лся αυτός θέλησε κάτι να πει, όμως κρατήθηκε.
-
12 ссунуть
-
13 стукнуть
ρ.σ.1. χτυπώ•стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.
2. κροτώ•-в дверь χτυπώ στην πόρτα.
|| μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.
εκφρ.в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).χτυπώ, -ιέμαι•стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•
стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.
-
14 стучать
-чу, -чишь ρ.δ.1. χτυπώ, κρούω•стучать в дверь χτυπώστην πόρτα.
|| κροτώ•пу— лемты -ат τα πολυβόλα κροτούν.
2. πάλλω•стучать сердце -ит η καρδιά χτυπά.
|| βουίζω•в голове -ит βουίζει το κεφάλι•
-ит в ушах βουίζουν τ αυτιά.
1. χτυπώ, -ιέμαι, προσκρούω σε κάτι.2. χτυπώ, κρούω•стучать в дверь χτυπώ την πόρτα.
εκφρ.стучать в дверь – α) χτυπώ την πόρτα(έρχομαι να ζητήσω κάτι, προσπέφτω σε κάποιον), β) πλησιάζω, επίκειμαι, επι-κρέμομαι, επαπειλούμαι•стучать в открытую дверь – προσπαθώ ν' αποδείξω κάτι που είναι ολοφάνερο. -
15 толкать
ρ.δ.μ.1. σπρώχνω, ωθώ. толкать локтем соседа σπρώχνω με τον αγκώνα τον διπλανό μου•толкать тачку σπρώχνω το καροτσάκι•
что ты меня -аешь? τι με σπρώχνεις;
2. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω• παρορμώ•толкать на преступление σπρώχνω στο έγκλημα.
3. μτφ. προωθώ• толкать какое-н. дело προωθώ μια υπόθεση.4. (αθλτ.) ανωθώ. || (αθλτ.) ρίχνω (τη σφαίρα).εκφρ.толкать в пропасть – σπρώχνω στο γκρεμό (στην καταστροφή),1. βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ты не -аешься μη σπρώχνεις. || αλληλοσπρώχνο-μαι.2. στριμώχνομαι, συνωθούμαι• συνωστίζομαι. || φέρομαι, πηγαίνω εδώ και κει (συνήθως άσκοπα).3. συγκρούομαι, χτυπώ, —-ιέμαι. || σπρώχνω για να μπω μέσα,4. απωθούμαι.5. σπρώχνομαι, ωθούμαι, σκουντιέμαι. -
16 треснуть
-ну, -нешьρ.σ.1. βλ. трещать.2. ραγίζομαι, σκάζω•льдина -ла ο ογκόπαγος ράγισε.
3. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά, χρεοκοπώ.4. μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά.εκφρ.треснуть со смеху – σκάζω από τα γέλια•треснуть со злости – σκάζω από την κακία, από το κακό μου•хоть -ни – βρε να σκάσεις (ματαιοπονείς).χτυπώ, -ιέμαι δυνατά•треснуть лбом об угол χτυπώ το κεφάλι στη γων ία.
-
17 трясти
трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, -ла, -лоρ.δ.1. σείω, κουνώ, τινάζω•трясти ковр τινάζω το χαλί•
трясти яблоню τινάζω τη μηλιά•
трясти муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι.
2. τραντάζω, ανατινάσσω• συγκλονίζω•нас сильно -ло в телеге μας τράνταξε δυνατά το κάρο.
|| κουνώ, ταλαντεύω•-ногу κουνώ το πόδι•
трясти головой κουνώ το κεφάλι•
трясти хвостом κουνώ την ουρά.
3. κάνω να τρέμει, να ριγεί•его -ст лихорадка τον ταράζει ο πυρετός•
его -ст от страха αυτός τρέμει από το φόβο.
1. κουν ιέμαι, σείομαι• ταλαντεύομαι•деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται από τον άνεμο•
голова -тся от старости το κεφάλι παρανεύει από τα γεράματα.
2. τρέμω•руки -утся τα χέρια τρέμουν•
трясти от холода τρέμω από το κρύο•
от страха τρέμω από το φόβο.
|| φοβούμαι πολύ•трясти над ребнком τρέμω για το παιδάκι(μήπως πάθει κακό).
|| τσιγκουνεύομαι πολύ•3. τραντάζομαι•трясти в тележке τραντάζομαι στο κάρο.
-
18 щипать
щиплю, щиплешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. щипанный, βρ: -пан, -а, -оρ.δ.μ.1. τσιμπώ•щипать руку τσιμπώ το χέρι.
2. τσούζω, καίω•щипать перец щиплет язык το πιπέρι καίει στη γλώ σα•
мороз за уши щиплет η παγωνιά τσούζει στ αυτιά.
3. τραβώ, τεντώνω με τα δάχτυλα.4. ξαίνω, ξεφτίζω.5. κόβω τραβώντας, αποσπώ.6. μαδίζω•щипать курицу μαδίζω την κότα.
1. τσιμπώ.2. αλληλοτσιμπ ιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… … Dictionary of Greek
ἵεμαι — ἵημι Ja c io pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
παραπονιέμαι — και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, έομαι 1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, η, ο λυπημένος, δυσαρεστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πονώ / ούμαι.… … Dictionary of Greek
воин — укр. воïн, др. русск. воинъ, мн. ч. вои, ст. слав. воинъ στρατιώτης (Супр.), болг. войник солдат , сербохорв. во̀jни̑к, словен. vojnik, чеш., слвц. vojin, vojak. Другая ступень чередования: в ст. слав. повинѫти покорить . Родственно лит. vejù,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Geyer (2), der — 2. Der Geyer, des s, plur. ut nom. sing. 1) Eine Benennung verschiedener großen Raubvögel. So werden der Mausefalk, der Wannenweher, der Taubenfalk, der Baumfalk, eine Art Wasserschwalben, welche sich von dem Gewürme nähren u.a.m. selbst bey den… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
PROPITII Dii — tum putati Gentilibus cum hominibus videndi sui copiam praebebant. Quintilianus. Declamat. 10. Quotiescumque domus fuerat gratô sopere prostrata, aderat ille, quales bumanis offerunt oculis propitii Dii, quale loetissimum Numen est cum se patitur … Hofmann J. Lexicon universale
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
αγγελοφορούμαι — ( έομαι) και ιέμαι βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + αφορούμαι παρά το ὑφορῶμαι] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek