Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἱπποσύνη

См. также в других словарях:

  • ἱπποσύνη — ἱππόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσύνῃ — ἱππόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιπποσύνη — η βλ. ιππόσυνος …   Dictionary of Greek

  • ιπποσύνη — η θεσμός των ιπποτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιππόσυνος — ύνη, ο(ν) (Α ἱππόσυνος, ύνη, ον) [ίππος] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών γ) η ιδιότητα τού ιππότη …   Dictionary of Greek

  • ἱπποσύνα — ἱπποσύνᾱ , ἱππόσυνος fem nom/voc/acc dual ἱπποσύνᾱ , ἱππόσυνος fem nom/voc sg (doric aeolic) ἱπποσύνᾱ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc/acc dual ἱπποσύνᾱ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσύνας — ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος fem acc pl ἱπποσύνᾱς , ἱππόσυνος fem gen sg (doric aeolic) ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem acc pl ἱπποσύνᾱς , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσύνᾳ — ἱπποσύνᾱͅ , ἱππόσυνος fem dat sg (doric aeolic) ἱπποσύναι , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem nom/voc pl ἱπποσύνᾱͅ , ἱπποσύνη the art of driving the war chariot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»