-
1 ιππαπαι
ἱ., τίς ἐμβαλεῖ ; Arph. Ερ. 602 — а ну, лошадки, кто приналяжет (на весла)?
См. также в других словарях:
ιππαπαί — ἱππαπαῑ (Α) κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών] … Dictionary of Greek
ἱππαπαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαπαί — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… … Dictionary of Greek