Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἱερὸς+ἀκτή

  • 1 ιερος

         ἱερός
        эп.-ион. ἱρός (ῐ, реже ῑ) 3, редко 2
        1) великий, мощный, могучий
        

    (ἲς Τηλεμάχοιο, μένος Ἀλκινόοιο, φυλάκων τέλος Hom.)

        2) огромный, диковинный, чудовищный
        

    (Ἀργείων στρατός, ἰχθύς Hom. - ср. 13; κῦμα Eur.; μέγαν τινὲς οἴονται τὸν ἱερόν Plut.)

        3) полновесный, крупный
        

    (ἄλφιτον Hom.; Δημήτερος ἀκτή Hes.)

        4) роскошный, пышный или священный
        

    (ἀλωή, ἐλαίη Hom.; μυρσίνη φόβη Eur.)

        5) чудесный, дивный, великолепный
        

    (δίφρος Hom.)

        6) ниспосланный богами, благодатный
        

    (ἦμαρ, κνέφας Hom.; φάος Hes.; ὄμβρος Soph., δρόσοι Eur.)

        7) находящийся под покровительством богов, хранимый богами, угодный богам
        

    (Τροίης πτολίεθρον Hom.; βασιλεῖς Pind.)

        8) посвященный богам, внушающий благоговение, священный
        

    (βωμός, δόμος, ποταμός Hom.; δαιμόνων ἀγάλματα Soph.; εἴδωλον Ἥρας Eur.)

        ἱερὰ ὁδός Her.священная дорога ( в Дельфы)

        9) священный, заповедный
        

    (ἄλσος Ἀθηναίης, ἄντρον Νυμφάων Hom.; πέδον Σαλαμῖνος Soph.; χώρα Arst.)

        10) священный, неприкосновенный
        

    (ἱ. καὴ ἄσυλος δήμαρχος Plut. - лат. tribunus sacrosanctus)

        παρθένοι ἱεραί Plut. = αἱ Ἑστιάδες

        11) священный, культовый
        

    (ἑκατόμβη Hom.; χρήματα Plat., Arst.; τριήρης Arst.; ἐσθής Dem.)

        ἱ. νόμος περὴ τῆς ἱερομηνίας Dem.закон о праздновании священного месяца

        12) устраиваемый в честь богов, религиозный
        

    (ἀγῶνες, ἄεθλα Pind.)

        13) священный, святой, божественный
        

    (γένος, ἀθανάτων Hes. γράμματα Her., NT.)

        ἱερὰ νόσος Her., Arst., Plut.; — священная, т.е. падучая болезнь, эпилепсия;
        ἱερὰ ξυμβουλή Xen. — священный совет, т.е. являющийся делом священного долга или даваемый по чистой совести;
        ἱερὰ ἄγκυρα Luc. — священный якорь, т.е. последняя надежда;
        ἱ. ἰχθύς Arst. = ἀνθίας или Emped. ap. Plut. = ἔλλοψ;
        ἱερὸν ὀστοῦν Plut. (лат. os sacrum) — крестцовая кость

        14) преданный божеству, благочестивый
        

    (ἄνθρωπος Arph.; ἱ. καὴ εὐσεβής Soph.). - см. тж. ἱερά и ἱερόν

    Древнегреческо-русский словарь > ιερος

См. также в других словарях:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • Φωκίδας, νομός — Διοικητική διαίρεση της νοτιοκεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Φωκίδας και συνορεύει στα Β με τον νομό Φθιώτιδας, στα Α με τους νομούς Φθιώτιδας και Βοιωτίας, στα Δ με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και στα Ν βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»