Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἱερά

  • 1 engizisyon

    Ιερά Εξέταση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > engizisyon

  • 2 священный

    επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•

    - ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•

    -ая утварь ιερά σκεύη•

    -ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•

    священный долг ιερό καθήκο•

    -ая обязанность ιερή υποχρέωση.

    εκφρ.
    ,ая история – ιερή ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > священный

  • 3 инквизйция

    инквизй||ция
    ж ист., перен ἡ ίερά ἐξέ-ταση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > инквизйция

  • 4 синод

    синод
    м ἡ σύνοδος:
    священный \синод ἡ Ιερά Σύνοδος.

    Русско-новогреческий словарь > синод

  • 5 карьера

    [καρ'ιέρα] ουσ. θ. σταδιοδρομία

    Русско-греческий новый словарь > карьера

  • 6 карьера

    [καρ'ιέρα] ουσ θ σταδιοδρομία

    Русско-эллинский словарь > карьера

  • 7 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 8 киот

    κ. παλ. кивот
    α.
    κιβωτός (θήκη όπου φυλάσσονται τα ιερά κειμήλια).

    Большой русско-греческий словарь > киот

  • 9 кощунствовать

    -ствую, -ствуешь ρ.δ.
    1. βεβηλώνω, μιαίνω, μολύνω τα ιερά.
    2. ασεβώ.

    Большой русско-греческий словарь > кощунствовать

  • 10 плафон

    α.
    1. οροφή διακοσμημένη. || ο διάκοσμος της οροφής.
    2. η πλαφόν ιέρα (ο κα-ταυγαστήρας από την οροφή).

    Большой русско-греческий словарь > плафон

  • 11 священнический

    επ.
    του ιερέα, του παπά•

    -ая ряса τα ιερά άμφια•

    священнический сан εκκλησιαστικός βαθμός.

    Большой русско-греческий словарь > священнический

  • 12 Forge

    v. trans.
    Make by forging: P. and V. χαλκεύειν, Ar and V. ἐπιχαλκεύειν (Æsch., frag.).
    Forge iron: V. μυδροκτυπεῖν ( absol).
    Forging iron: use adj. V. μυδροκτπος.
    Counterfeit: P. and V. πλάσσει (or mid), P. συμπλάσσειν, παραποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, συσκευάζειν.
    Contrive: see Contrive.
    Forge ( money): Ar. and P. κιβδηλεύειν.
    ——————
    v. intrans.
    Forge ahead: P. and V. προβαίνειν, P. προέρχεσθαι.
    ——————
    subs.
    P. χαλκεῖον, τό.
    The natives think that Hephaestus has his forge in Hiera: P. νομίζουσιν οἱ ἐκείνῃ ἄνθρωποι ἐν τῇ ερᾷ ὡς ὁ φαιστος χαλκεύει (Thuc. 3, 88).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forge

  • 13 Hieroglyphics

    subs.
    P. ἱερὰ γράμματα, τά (Hdt.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hieroglyphics

  • 14 Offer

    v. trans.
    Stretch forth: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν.
    met., offer hope, advice, etc.: P. and V. ποτείνειν; see Suggest, Give, Promise.
    Hand over: P. and V. προσφέρειν, παρέχειν, διδόναι.
    Promise: P. and V. πισχνεῖσθαι; see Promise.
    Offer as a prize: P. and V. προτιθέναι, τιθέναι, V. ἐκτιθέναι (Soph., frag.).
    Dedicate ( to a god): P. and V. νατιθέναι.
    Offer ( a slave) for torture: P. ἐκδιδόναι (acc.).
    I offer myself to be questioned: P. παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν (Plat., Apol. 33B).
    He offers himself for trial: P. καθίστησιν ἑαυτὸν εἰς κρίσιν (Thuc. 1, 131).
    Offer prayer: see Pray.
    Offer sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Offer to, undertake to: P. and V. φίστασθαι (infin.), πισχνεῖσθαι (infin.), ἐπαγγέλλεσθαι (infin.), ἐξαγγέλλεσθαι (infin.); see Proviso. V. intrans.
    Of opportunity: P. and V. παραπίπτειν, P. παρατυγχάνειν.
    ——————
    subs.
    Promice: P. and V. πόσχεσις, ἡ, P. ἐπαγγελία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offer

  • 15 Perform

    v. trans.
    P. and V. πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.). ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι. V. ἐκπράσσειν; see also Accomplish.
    Act in a play: P. ὑποκρίνεσθαι, ἀγωνίζεσθαι; see Play.
    Play on a stringed instrument: Ar. and P. ψάλλειν,
    Perform on the flute: P. also V. αὐλεῖν.
    Perform sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Perform

  • 16 Religious

    adj.
    Religious rites: Ar. and P. τὰ ἱερά, P. and V. τ θεῖα; see Rites (Rite).
    Pious: P. and V. εὐσεβής, ὅσιος, θεοσεβής.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Religious

  • 17 Rite

    subs.
    P. and V. τελετή, ἡ, or pl., τέλος, τό, or pl., Ar. and P. τὰ νομιζόμενα, τὰ ἱερά, V. ρά.
    Mystic rites: P. and V. μυστήρια, τά; see Mysteries (Mystery).
    Bacchic rites: V. βακχεύματα, τά, τελεταὶ εὔιοι, αἱ; see Bacchanalia.
    Do you perform your rites by day or night? τὰ δʼ ἱρὰ νύκτωρ ἢ μεθʼ ἡμέραν τελεῖς; (Eur., Bacch. 485).
    Begin the rites: V. κατάρχεσθαι, P. κατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν (of. Ar., Av. 959), προκατάρχεσθαι τῶν ἱερῶν, Ar. and P. πάρχεσθαι (Xen.).
    Begin the rites by taking the meal from the baskets: V. ἐξάρχου κανᾶ (Eur., I.A. 435).
    He shall begin the rites with offering of meal and lustrations: V. προχύτας χέρνιβάς τʼ ἐνάρξεται (Eur., I.A. 955).
    President of the rites: P. ἱεροποιός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rite

  • 18 Sacrifice

    subs.
    P. and V. θυσία, ἡ, θῦμα, τό; see also Rite, Slaughter.
    Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.
    For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.
    Fit for sacrifice ( of a beast), adj.: Ar. θσιμος.
    Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.
    Initiatory sacrifice: P. and V. προτέλεια, τά (Plat.), Ar. προθματα, τά.
    Make sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).
    Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).
    Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.
    The flame of sacrifice: V. θυηφγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).
    The altar of sacrifice: V. δεξμηλος ἐσχρα ἡ (Eur., And. 1138).
    On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).
    The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).
    On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).
    Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.
    The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.
    met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.
    You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. θειν (υ Eur., El. 1141), V. σφάζειν, ἐκθειν, ῥέζειν, ἔρδειν.
    Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).
    Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.
    Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.
    Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).
    Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).
    absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;
    Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.
    Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
    Sacrifice oxen: V. βουσφαγεῖν, Ar. and V. βουθυτεῖν.
    met., give up ( persons or things): P. and V. προδδοναι, P. προΐεσθαι.
    Give up ( things): P. and V. προπνειν.
    Expend: P. and V. ναλίσκειν.
    Lose: Ar. and P. ποβάλλειν.
    Sacrifice ( one thing to another): P. ὕστερον νομίζειν (τι πρός τι), V. ἱστναι (τι ὄπισθέ τινος).
    I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).
    Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice

  • 19 mukeddesat

    ιερότητα, τα ιερά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mukeddesat

См. также в других словарях:

  • ἱερά — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερόν neut nom/voc/acc pl ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱερά — Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc/acc dual Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρα — Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc/acc dual Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερᾷ — ἱερά serpent fem dat sg (attic doric aeolic) ἱεράομαι to be a priest pres subj mp 2nd sg ἱεράομαι to be a priest pres ind mp 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind mid 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind act 3rd sg (epic) ἱερή fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρᾳ — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱερὰ ἄγκορα. — ἱερὰ ἄγκορα. См. Якорь спасения …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Ἱερᾷ — Ἱερή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»